Από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε η ευχάριστη είδηση στην φτωχογειτονιά, ότι η κυρία Ευγενία είχε αναλάβει σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη και μαζί οδηγό ενός πούλμαν, την διοργάνωση θαλασσίων μπάνιων. Ήταν κάτι πρωτάκουστο για τον κοσμάκη και πολύ πρακτικό βεβαίως. Και οι περισσότεροι έσπευσαν να δηλώσουν συμμετοχή. Μέχρι τότε, τα λιγοστά μπάνια που για λόγους υγείας, ιδιαίτερα εμείς τα παιδιά, έπρεπε να κάνουμε κάθε καλοκαίρι, ήταν περισσότερο ταλαιπωρία παρά απόλαυση. Θυμάμαι μας πήγαινε η μητέρα με την συγκοινωνία, τον μεγαλύτερο αδελφό μου κι εμένα, στην πλησιέστερη παραλία του Σκαραμαγκά, που παραλία δεν ήταν ακριβώς, κάτι απότομα και κοφτερά βράχια θυμάμαι γεμάτα με πίσσα. Έτρεμε το φυλλοκάρδι της όχι μόνο να μην μας πάρει κανένα κύμα -ιδιαίτερα τον μεγάλον που ήταν ατίθασος και ανυπάκουος- αλλά να μην τσακιστούμε επίσης ή να μην λερωθούμε από τις πίσσες και μετά θα έπρεπε να μας καθαρίσει στο σπίτι με πετρέλαιο. Εννοείται ότι από κολύμπι ούτε εκείνη, ούτε κι εμείς ξέραμε ακόμη.
Η κυρία Ευγενία ήταν από την Ζάκυνθο, καθώς και ο σύζυγός της ο Γιάννης Βούρτσης. Είχαν τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι. Η μεγαλύτερη ήταν η Στεφανία, κομμώτρια στο επάγγελμα. Αναγκαστικά εκεί πήγαιναν προς καλλωπισμό της κόμης τους οι περισσότερες γυναίκες, στο αυθαίρετο δωμάτιο μέσα στην μεγάλη αυλή τού κυρίως σπιτιού, εξοπλισμένο όμως με το απαραίτητο σεσουάρ, έναν καθρέφτη και τα λοιπά σύνεργα της κομμωτικής τέχνης όπως λάκ, ρόλεϋ, κτένες, τσιμπιδάκια κ.ο.κ. Πήγαιναν για να φτιάξουν το μαλλί τους αφ΄ενός και για υποστήριξη της γειτονοπούλας τους αφ΄ετέρου. Αλλά μήπως υπήρχε κι άλλο κομμωτήριο στην περιοχή; Πάντως κανένα «εργατικό» ατύχημα δεν σημειώθηκε επί των ημερών της. Καμιά τους δεν έφυγε με καμμένο μαλλί εξ αιτίας της περμανάντ ή της βαφής, κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια λόγω ανεπάρκειας των νεόκοπων κομμωτριών, που εκπαιδεύοντο, κατά το κοινώς λεγόμενο, «στου κασίδη το κεφάλι».
Την έχω στο μυαλό μου κάπως σαν την Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Στεφανία», κι όχι μόνο λόγω του ονόματος. Ψηλή, ξανθιά και σέξυ όπως η Ζωίτσα και πολύ μοντέρνα για τα δεδομένα της λαϊκής συνοικίας, ήταν ο κρυφός πόθος όλων των ενήλικων αρσενικών. Με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε από την κομμωτική έτρεξε κι αγόρασε ένα φορητό πικ – άπ. Τα έλεγε το μεσημεράκι της επομένης η μητέρα της στην δική μου. «Λύσσαξε η μεγάλη θυγατέρα μου ν΄ αγοράσει πικ – απ. Άντρα θέλω, τώρα τόνε θέλω… Πήγε, βρήκε κάποιο μαγαζί στους Αγίους (Αναργύρους), έδωσε μια μικρή προκαταβολή και τα υπόλοιπα με δόσεις κάθε μήνα. Κι από χθές έχει ξεβιδωθεί στον χορό με το τσα – τσα!». Όρθια στην πόρτα της κουζίνας μας, έχοντας παραμερίσει μόνο την κουρτίνα που υπήρχε για να μην μπαίνουν οι μύγες και αρνούμενη παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις να περάσει μέσα και να καθίσει, μιλούσε κι έβγαζε καπνούς. Κι εγώ, σκυμμένος επάνω στον «Μικρό Ήρωα» μου, παριστάνοντας τον αδιάφορο και ότι δήθεν διαβάζω, κρυφάκουγα κανονικά.
Τα καλοκαιρινά πρωινά η δυτικομεσημβρινή βεράντα της κυρίας Ευγενίας είχε δροσιά. Οι επιλεγμένες από εκείνην γειτόνισες συναθροίζονταν για καφεδάκι και το απαραίτητο κουβεντολόϊ περί των σοβαρών προβλήματων που τις απασχολούσαν, όπως για παράδειγμα, τι θα μαγειρέψουν το μεσημέρι ή αντάλασσαν πληροφορίες ποιος μπακάλης έχει φέρει καλή φέτα και ποιος έχει φρέσκια μαναβική. Ενίοτε έριχναν το φλυτζάνι και με άκρα μυστικότητα κάποιες εξ αυτών άναβαν και τσιγάρο. Επίσημα κάπνιζαν η κυρία Χρυσούλα, η κυρία Κατίνα, η κυρία Στέλλα και η κυρία Ευγενία. Οι υπόλοιπες στα κρυφά, φοβούμενες τάχα την οργή των συζύγων τους. Δανείζονταν συχνά το πέτρινο και ασήκωτο, ζακυνθινό γουδί της οικοδέσποινας όταν επρόκειτο να φτιάξουν σκορδαλιά ή κανένα άλλο σπάνιο μαγειρικό σκεύος. Και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι το περίφημο παστίτσιο της μητέρας, καθώς και το πρώτο κέϊκ που προσπάθησε να κάνει αλλά εκείνο το αφιλότιμο της «κατουρήθηκε», φούσκωσε πολύ δηλαδή και ξεχείλισε, όπως και ο χαλβάς της Ρίνας επίσης που μου άρεσε ιδιαίτερα, ήταν όλα με δικές της συνταγές. Καλή μαγείρισσα η κυρία Ευγενία ήταν, όχι όμως και τόσο άξια νοικοκυρά. Όσες φορές βρέθηκα τυχαία στα ενδότερα του σπιτιού της, έφριττα από την ακαταστασία που επικρατούσε, σε αντίθεση με την μητέρα μου που στην νοικοκυροσύνη ήταν άφθαστη.
Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι την ημέρα που δρομολογήθηκαν τα μπάνια. Από εκεί και μετά, δεν τους έμενε καιρός για χασομέρι. Μέχρι τις δέκα το πρωί που αναχωρούσε το πούλμαν έπρεπε να είναι καθόλα έτοιμες. Να έχουν ψωνίσει ζαρζαβατικά και φρούτα και κυρίως να έχουν μαγειρέψει φαγητό για να πάρουν κοντά τους, αλλά να αφήσουν και πίσω για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, για όσους θα επέστρεφαν από το μεροκάματο πριν από εκείνες, πρωτίστως για τον πατέρα του σπιτιού. Μοσχοβολούσε η γειτονιά από τις τηγανιτές πιπεριές και μελιτζάνες με σάλτσα φρέκιας τομάτας από επάνω, τους τηγανιτούς κεφτέδες και τα καγιανά. Τα συσκεύαζαν όλα σε καστανιές και συφερτά, δεν είχε γίνει βλέπεις ακόμη η επέλαση της Tupperware. Το πούλμαν στην γωνία κορνάριζε έτοιμο για αναχώρηση κι εκείνες αναψοκοκκινισμένες έτρεχαν οι δόλιες να προλάβουν φορτωμένες τσάντες, θερμός κι ένα σωρό άλλα συμπράγκαλα. Εμείς τα παιδιά είχαμε σπεύσει περιχαρή να καταλάβουμε θέσεις από νωρίς. Ποιος μας κράταγε!
Συνήθως πηγαίναμε στο Καβούρι. Και κάποιες φορές στην Λούτσα, στο Κόκκινο Λιμανάκι ή στον Σχοινιά. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν σταθερά θυμάμαι, μεταξύ των άλλων βεβαίως και δύο τραγουδάκια άγνωστα εν πολλοίς. «Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο, μες τα χορταράκια παραπονεμένο. Θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι…» και «Είμ’ ένα μικρό παιδάκι που με λένε Νικολάκη…». Το τελευταίο ειδικά δεν το ξανάκουσα ποτέ μου έκτοτε. Την πρώτη φορά που φθάσαμε στην παραλία διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι παρόμοια με το δικό μας πούλμαν υπήρχαν κι άλλα πολλά, όλα από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας προερχόμενα. Δεν είχαμε ανακαλύψει λοιπόν, όπως μέχρι τότε αφελώς νομίζαμε, πρώτοι εμείς την πυρίτιδα. Άπλωναν οι μητέρες τις κουρελούδες κάτω από τον ίσκιο των πεύκων κι επάνω τους ακουμπούσαν τις τσάντες με τα φαγώσιμα. Αλλάζαμε πρώτα τα παιδιά, φορούσαμε τα μαγιό και τα σωσίβια και τρέχαμε ασυγκράτητα προς την θάλασσα. Τότε ακριβώς άρχιζαν και οι μητρικές, αγωνιώδεις φωνές υπό μορφήν οδηγιών και παραινέσεων. Η κάθε μια καλή κλώσσα για τα δικά της κλωσσόπουλα ενστικτωδώς μερινούσε και απειλητικά φώναζε. Καμιά φορά έριχνε βεβαίως το προστατευτικό της βλέμμα και στα αλλότρια. Κολύμπι δεν ξέραμε, ούτε κι από εκείνες ήξερε καμιά τους, εξαιρέσει της κυρίας Κατίνας που κάποτε μου το δίδαξε και της οφείλω έκτοτε χάρη μεγάλη. Ας είναι καλά.
Τσαλαβουτούσαμε λοιπόν όλοι μαζί στα ρηχά, ως εκεί που πατώναμε και παρότι είχαμε σωσίβια και διάφορες σαμπρέλες με πολλά μπαλώματα είναι η αλήθεια, ποτέ δεν πηγαίναμε στα άπατα. Παίζαμε, τσιρίζαμε και θορυβούσαμε χωρίς σταματημό. Μια φορά, η δύστυχη η κυρία Ακριβή, έχασε την σαμπρέλα που κρατούσε, της γλίστρησε από τα χέρια και κινδύνευσε να πνιγεί. Όταν πανικόβλητη άρχισε να χτυπιέται άτσαλα μέσα στο νερό, την πήρε είδηση η μητέρα μου και μη αντιλαμβανόμενη την αγωνία της, της φώναξε αστειευόμενη: «Μπράβο, κυρία Ακριβή». Και ενώ η γυναίκα πνιγόταν μπροστά στα μάτια της, συμπλήρωσε ειρωνικά: «Έμαθες βλέπω το κανονικό κολύμπι και τώρα άρχισες και το ανάσκελο!». Για μέρες χαζογελούσαν με το άστοχο σχόλιο περισσότερο, παρά με το συμβάν. Και κάποιες εξ αυτών, σκεπτόμενες πιθανόν ότι θα μπορούσε να είναι εκείνες στην θέση της ατυχούς πλήν διασωθείσης γυναικός, κάθε τόσο σταυροκοπιόντουσαν λέγοντας ξανά και ξανά τα τετριμμένα: «Ο Θεός να μας φυλάει! Τι νομίζετε, μήπως αργεί να γίνει το κακό; Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος».
Με τα χίλια ζόρια μας έβγαζαν έξω από την θάλασσα. Μελανιάζαμε ολόκληροι και τρέμαμε από την υποθερμία, όταν απηυδισμένες μας βουτούσαν δια της βίας από το αυτί, ρίχνοντας και κανένα γερό χαστούκι που λόγω του νερού έτσουζε και πονούσε το άτιμο ακόμα περισσότερο από τα συνήθη και απειλώντας όλο θυμό ότι, αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά και ότι δεν θα μας πήγαιναν ποτέ ξανά για μπάνιο -ούτε η πρώτη φορά ήταν, μα ούτε και η τελευταία βεβαίως- μας τύλιγαν τέλος σε κάτι τεράστιες πετσέτες και μας σκούπιζαν γερά. Κάτω από τα πεύκα με την ορχήστρα των αναρίθμητων τζιτζικιών να χαλάνε τον κόσμο, σειρά είχε το μπούκωμα με το στανιό… Άνοιγαν τις τσάντες, άπλωναν τα πρόχειρα τραπεζομάντιλα και πέρναγαν τις καρώ πετσέτες φαγητού γύρω από το λαιμό μας για να μην λερωθούμε. Στην συνέχεια αράδιαζε όσα καλούδια είχε ετοιμάσει και κουβαλήσει από το σπίτι της η κάθε μια μητέρα, καλώντας και όλη την υπόλοιπη παρέα να δοκιμάσει. Γινόταν κανονικό φαγοπότι. Ταυτόχρονα ήταν όμως κι ένας άτυπος μεταξύ τους διαγωνισμός μαγειρικής και μια επίδειξη νοικοκυροσύνης με τις σχετικές επιβραβεύσεις στην πιο άξια. Δεν έλειπαν και τα επικριτικά σχόλια, που έδιναν κι έπαιρναν, αλλά πάντοτε βεβαίως πίσω από την πλάτη των ανάξιων…
Μέχρι να έλθει η ώρα της επιστροφής και αφού είχαν μαζέψει και τοποθετήσει πίσω στις τσάντες τα άδεια πλέον σκεύη του φαγητού, υπήρχε η υποχρεωτική ξεκούραση «για να κατέβει το φαγητό μέσα μας» όπως μας έλεγαν, αλλά μάλλον γιατί ήθελαν οι ίδιες να χαλαρώσουν λίγο και να ηρεμήσουν. Και ούτε λόγος πλέον για παιχνίδι. Πως έγινε και πότε μαζεύτηκαν στα ξαφνικά τόσοι πολλοί άγνωστοι λουόμενοι από τ΄ άλλα πούλμαν μπροστά από το δικό μας κι έκαναν κύκλο γύρω από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον δωδεκαετή τότε Γιάννη και την κατά πολύ μικρότερη πρώτη εξαδέλφη μας, την μόλις τετραετή Καλλιόπη, ομολογώ ότι δεν το πήρα είδηση. Όταν έφθασα εκεί χόρευαν ήδη οι δυο τους τουίστ και ήταν πραγματικά χάρμα ιδέσθαι με τις φιγούρες και τα σκέρτσα που έκαναν. Ο οδηγός μας είχε επί τούτου την πόρτα ανοιχτή και το τραγούδι ακουγόταν από τα μεγάφωνα στην διαπασών. Μόλις ολοκλήρωσαν τον χορό τους, ο κόσμος ξέσπασε σε επευφημίες και χειροκροτήματα. Περισσότερο θα πρέπει να τους είχε εντυπωσιάσει η αναπάντεχη τσαχπινιά της λιλιπούτειας εξαδέλφης μας που, ειρήσθω εν παρόδω, παραμένει αμείωτη μες τα χρόνια…
Η χαρά μας δεν κράτησε για πολύ. Στο δίμηνο επάνω μεσούντος του Αυγούστου, η κυρία Ευγενία αφού μας καλημέρισε ένα πρωί κι έκανε την καταμέτρηση των επιβατών του πούλμαν, απεχώρησε. Δεν μας συνόδευσε ως συνήθως, αλλά και κανένα από τα παιδιά της εκείνη την ημέρα δεν ήταν ανάμεσά μας, ούτε και η Στεφανία, η πέτρα του ακανδάλου όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, που δεν έχανε μπάνιο. Ολοφάνερα κάτι είχε συμβεί. Οι κουσκουσιάρες της γειτονιάς πιάστηκαν ανενημέρωτες… Η βόμβα δεν άργησε να σκάσει. Κάτω από τα βλέμματα τόσων αδιάκριτων γυναικών η κορασίς είχε καταφέρει να συνάψει ερωτικό δεσμό μετά του οδηγού μας. Ήταν νόστιμος ο ερίφης και γοητευτικός άνδρας. Αλλά επειδή ο έρωτας και ο βήχας ως γνωστόν δεν κρύβονται, κάτι υπέπεσε στην αντίληψη της μητέρας της κι έγινε ο κακός χαμός, όπως άπαντες πληροφορηθήκαμε κατόπιν εορτής. Μεσάζοντας μάλιστα και κομιστής των ερωτικών σημειωμάτων ήταν ο αδελφός μου. Ο ίδιος μου το απεκάλυψε χρόνια αργότερα. Και δεν διεκόπη άδοξα μόνον το ειδύλλιο, αλλά ανεστάλησαν ταυτοχρόνως και τα περίφημα μπάνια του λαού… Γιατί, όπως ήταν αναμενόμενο η συνεργασία της κυρίας Ευγενίας με τον οδηγό πήγε περίπατο. Το δε καθημερινό πλήρωμα του πούλμαν, ως συμπαράσταση στο πρόσωπο τής γειτόνισσας, αποφάσισε σύσσωμο την αποχή του από τα μπάνια. Από την άλλη, ίσως να ήταν και μια καλή δικαιολογία που όλους τους βόλευε να μην ξοδέψουν περισσότερα χρήματα. Έτσι κι αλλιώς, εμείς τα παιδιά είχαμε ήδη προλάβει να κάνουμε αρκετά μπάνια, έφταναν και περίσσευαν για εκείνο το καλοκαίρι του 1964.