Τα μερομήνια
08-02-2021

Γιορτάζω σήμερα μια προσωπική, στρεβλή κι ανάποδη επέτειο: έχω χωνέψει για τα καλά όλη την σειρά των Peaky blinders και δεν θα χρειαστώ καθημερινή εμπέδωση. Όπως συνέβη ήδη από καιρό, με το blazin saddles, και τους producers. Ας πάψω προσώρας να εκφράζω δυσαρέσκεια για τον τρόπο που διακυβερνώμαι, εγώ και οι φίλοι μου, άρα ας αφήσω την Φαμίλια να χτυπά με το σπαθί και την αξιωματική αντιπολίτευση να μασουλάει με εμμονή το καμουτσίκι που προορίζεται για αποτελεσματική κριτική. Ας μιλήσουμε για πόδεση, για παπούτσια, για τέτοια, ταπεινά και χθαμαλά.

Ήταν 1957 και η μάνα μου στη Σαλονίκη, μαγεύτηκε από ένα ζευγάρι μποτάκια που είδε σε βιτρίνα της Ερμού, περιοχή «Χιονάτης» και «Προσφυγοπούλας». Την συνόδευα στο γκέτο Βενιζέλου-Ίωνος Δραγούμη, όπου θα ψώνιζε τα ανά διετία ρουχικά της οικογένειας. Με έβαλε στανικώς στο μαγαζί και με έβαλε να τα προβάρω. Ήταν κάτι μποτάκια μελίγχροα, μυτερά, σκέποντα τους αστραγάλους τελείως αεριοπροωθούμενα, όπως λέγαμε τα μαστ της εποχής. Πρόθυμα έβαλε αγόγγυστα δέκα μηνιαίες δόσεις, παραβιάζοντας την οικογενειακή παράδοση: ήταν τριακοσίων δραχμών πλούτος, αλλά μπροστά σε κάτι αισθητικώς θεσπέσιο ήταν έτοιμη να τρώμε φακές καθημερινώς ώς την επόμενη σεζόν.

Η μάνα μου ήταν περήφανη αλλά οι οδικές συνθήκες στα Γιαννιτσά χριστουγεννιάτικα παρόμοιες με την ρασπουτίτζα του σοβιετικού χειμώνος που κόλλαγαν τα πάντζερ σαν τα στρείδια. Όντως βγήκα με τα μποτάκια στο πάρκο με το άσπρο άγαλμα και πατώντας τη βρεμμένη γλίτσατων πεύκων, απώλεσα τις σόλες τους. Για την ακρίβεια, ήταν στρώσεις πεπιεσμένου χαρτονιού, ψευτοδουλειά. Ο πατέρας μου σχολιασε απλώς ότι με την ηλικία που με έδερνε μόνη πόδεση που άντεχα ήταν τα παπούτσια του Σιάρκα, στο δρόμο προς το μονοπώλιο, που ήταν αθάνατα και έβαζε πεταλάκια ωσάν σε μουλάρι του αλβανικού μετώπου.

Όντως, με τον Σιάρκα βγήκαν δυο χρόνια, ώσπου στην Πέμπτη, άρχισα να φοράω τα πατρικά δίτονα σκαρπίνια — λευκά με μπεζ, νούμερο 43. Αγορασμένα, καθώς οικογενειακές φωτογραφίες δίδασκαν, στην βράση του πολέμου της Κορέας.

Αργότερα, ως έφηβος, έτρεφα λατρεία για αρβυλάκια από τις παραβαρδάριες στοές, και μποτάκια τροχονόμου, με επένδυση προβιάς. Αλλά την καλή μου την χαρά γνώρισα πολύ αργότερα, όταν ξεβραστήκαμε στη Ζάκυνθο για μια παράσταση και ο Σταμάτης με οδήγησε σε τσαγκάρη που συνδύαζε ένα καφετί δέρμα με μπάρα, απέθαντο και αντί σόλες, ένα κομμάτι από λάστιχο αυτοκινήτου. Πέντε χρόνια άντεξαν.

Έπειτα, ήρθαν οι μέλισσες. Ανακαλύψαμε το Τσούμ στη Σόφια, επί Ζίφκοφ, διαμένοντας στην Αγροσυκιά, που πουλούσε κομηταζίδικα από γιδόμαλλο μπατζάκια, με κουμπί στον αστράγαλο, για να φαίνεται το τσαρούχι από χοιρόδερμα. Αλλά αυτά υπήρχαν και στην Γουμένισσα. Την καλή μου την χαρά την πήρα από ένα ζευγάρι βαρύτατα μπατάλικα στιβάλια που έβαζες ζιγκζακωτά τα κορδόνια από γάντζο σε γάντζο. Άλλα δέκα χρόνια πέρασαν έτσι.

Τα είπα και ξεφόρτωσα. Λέω να ξαναδώ τον Adrien Brody, την φατσάρα, διότι δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις όταν οι κυβερνήτες μας ωθούν σε αναπολήσεις, ώστε να πληρώνουμε αδιαμαρτύρητα τα γαμησιάτικα.