Ήμουν ακόμη μοναχογιός, όταν φάνηκε και άλλη γλωσσική ζημιά: αδύνατον να ειπώ μεταξύ άλλων, το ρω. Πες κρασί. Κγαθί. Πες ρόδι, Γόδι. Η μάνα μου τελικά σκέφτηκε κάτι παιδικώς φαγώσιμο. Πες μακαρόνια. Μακαρδόνια. Όχι μακαρδόνια, μα-κα-ρό-νια. Μα-καρ-δό-νια.
Που να ‘ξερε τι ασπίδα ήταν αυτό το δέλτα. Τι πολύτιμος σύμμαχος, τι αισθηματικό ταξίδι σήμαινε. Καρδιά, κάρδαμο, βαρδάρης, σαρδάμ, μπαρδακοτάπωμα. Άγγελος ζωής με ένα γιαταγάνι μεγάλο, που αφαλόκοβε εύκολα το γάμμα. Δέλτα, το θείον, που εμπόδιζε το τραύλισμα. Σιγά που θα το διόρθωνα.
Επί Μακάρθουρ, Μοσαντέκ και Κλικλή, τα μακαρόνια ήταν κάτι παχιές σουλήνες που καμιά μητέρα δεν ήξερε να φτιάχνει όπως τα τρωμε σήμερα. Ήταν τυπικά μακαρόνια μπλουμ, σαν σούπα. Έφευγαν από το πηρούνι και σε λέρωναν. Παραβρασμένα πάντοτε, ενώ το παστίτσιο ήταν εντάξει. Το μόνο παράλληλο ζυμαρικό ήταν ο φιδές, τον έλεγαν και μαλλιά αγγέλου και ήταν το πρώτο φαγητό μετά από ασθένεια με πυρετό. Μια φρίκη.
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν υπήρχαν πιο λεπτά μακαρόνια, ενώ έβρισκες στα μπακάλικα και σε μερικά μαγέρικα. Το σπαγγέτι, όπως το ξέρουμε, ξεκίνησε από τα κλαμπ που προσέφεραν φαγητό, και ήταν ελάχιστα έως πριν σαράντα χρόνια. Κι όταν ξεφύτρωσαν οι πιτσαρίες, πάντα είχαν σπαγγέτι που τα πρόσφεραν με κουταλοπήρουνο, μην κρέμεται το ζυμαρικό και λερώνει τα ζιλεδάκια.
Εντέλει έμαθα να φτιάχνω διάφορες ποικιλίες και συνταγές, αλλά πάντα από μέσα μου τα λέω μακαρδόνια. Συνοδευόμενα από λέξεις- συμμάχους. Γαρδούμπα, Αρδίζογλου, βορδόνιν, καρδινάλιος.
Πού να καταλάβετε ινατί συμπαθώ τες Καρδούχες, τις άκαρδες και το Αρδαμέρι.