Edward Munch, Death at the helm (1893)
Τα κατάστιχα του θανάτου
16-05-2019

Μνήμη Σωτήρη Αγάπιου, Στέργιου Δελιαλή,
Στέφανου Ζάννου, Πάνου Κουτρουμπούση, Μάριου Φυρίλλα

 

1. Bury a friend

Πριν από λίγες μέρες, αναρωτήθηκα τι να κάνει ο παλιός μου φίλος ο Σωτήρης. Είχα χρόνια να τον δω, δεν είχαμε κρατήσει τακτική επαφή, όμως επικοινωνούσαμε μέσω φέισμπουκ (όταν δεν ξέχναγε τους κωδικούς πρόσβασης στα προφίλ που διατηρούσε). Πριν από λίγους μήνες μιλήσαμε και στο τηλέφωνο, χαρήκαμε και οι δύο, ανταλλάξαμε ιστορικά, μου είπε για τη ζωή του και για κάποια προβλήματα υγείας που είχε, κλείσαμε λέγοντας να βρεθούμε βρε αδερφέ. Όμως μένω πια μόνιμα στη Λευκωσία και οι συναντήσεις δεν είναι τόσο εύκολες, κι έτσι κάθομαι και γράφω ονόματα σε ένα τεφτέρι για να θυμάμαι ποιους φίλους πρέπει να στριμώξω στις σύντομες επισκέψεις μου στην Αθήνα, μαζί με τις δουλειές.

Πριν από λίγες μέρες, μπαίνοντας στο φέισμπουκ, είδα ότι ο παλιός μου φίλος ο Σωτήρης ήταν δυο μήνες πεθαμένος. Το μέσον δεν με ειδοποίησε (οι αλγόριθμοί του είναι προγραμματισμένοι μόνο για να πουλάνε), αλλά ούτε και κανένας άνθρωπος από τους κοινούς φίλους που είχαμε (πραγματικούς είτε ψηφιακούς) δεν το έκανε. Κι έμεινα παγωμένος μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά, γιατί ήταν ο πέμπτος φίλος που πέθαινε μέσα στο 2019 και έπρεπε να κάνω τις δέουσες στοχαστικές προσαρμογές. Έπρεπε επίσης να διαγράψω το όνομά του από το τεφτέρι, που είχε αρχίσει να μοιάζει με προσκλητήριο νεκρών.

Ευρισκόμενος σε περιβάλλον φέισμπουκ, αναρωτήθηκα ποια θα ήταν η πρέπουσα αντίδραση. Ο μακαρίτης είχε φροντίσει να αφήσει πληρεξούσιο που διαχειριζόταν τα δύο προφίλ του, και διάφοροι «φίλοι» αναρτούσαν δακρύβρεκτα μηνύματα στα τάιμλάιν του. Δεν με ενδιέφερε να συμμετάσχω σε τέτοια άσκηση ματαιότητας και ψευδοκολλητιλίκι επιζώντων. Θα έπρεπε να τον διαγράφω από «φίλο», αλλά μου φάνηκε φρέσκο, βίαιο και άγαρμπο, άλλωστε ακόμα είχα διατηρήσει ως «φίλους» κάμποσους μεταστάντες, μεταξύ των οποίων την Πιερρέττα που πέθανε τον Ιανουάριο του 2017 και το προφίλ της διατηρείται παγιωμένο στο φέιμπουκ αλλά συνεχίζει να δέχεται ευχές στα γενέθλιά της για υγεία και μακροημέρευση.

Μετά από λίγες μέρες συνήλθα αρκετά για να υποσχεθώ στον εαυτό μου να ξεκολλήσω και να διαγράψω όλους τους νεκρούς. Διατηρώντας έναν μακαρίτη στους «φίλους» μου δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Άλλωστε, για φέισμπουκ πρόκειται, που είναι απλώς μια πολύ επιτυχημένη προσομοίωση ζωής, όχι η ζωή η ίδια. Για εμένα, τουλάχιστον.

 

2. Here I am, not quite dying

Η ειδησεογραφία και η φιλολογία για τους ψηφιακούς νεκρούς και την εμπλοκή τους με τους ζωντανούς είναι επίκαιρη, καλά κρατεί. Το θέμα είναι ότι οι θνητοί εκλείπουν ενώ οι ψηφιακές τους μορφές διατηρούνται, και αυτό δημιουργεί μια σύγχυση στους επιζώντες. Με δεδομένο ότι εδώ και αρκετά χρόνια η συλλογική/δημόσια μνήμη περνάει αναγκαστικά από το διαδίκτυο, και δεν πρόκειται να αναστραφεί η κατάσταση, ξεκίνησα να σκέφτομαι πώς θα μπορεί κανείς να οικοδομήσει ένα ψηφιακό μνημούρι, μια βιογραφική καταγραφή στο διαδίκτυο, την οποία να μπορεί και να τροφοδοτεί εν ζωή ― αλλά αυτό είναι μάλλον θέμα για άλλη ανάρτηση.

Όταν στο τέλος του 2016 πήγα να κάνω μια σοβαρή εγχείρηση, έκανα τα κουμάντα μου, στο βαθμό που μπορεί κανείς να το κάνει εν όψει ενδεχομένου θανάτου. Τέλος, έδωσα έναν φάκελο στον φίλο μου και του είπα ότι σε περίπτωση που δεν επανέλθω, να τον ανοίξει για να βρει τους κωδικούς πρόσβασης της ψηφιακής μου παρουσίας, και να την διαγράψει εντελώς. Ευτυχώς επέστρεψα, αν και η ανάταξη της κανονικής μου ζωής, σε όρους φυσικής κατάστασης και ψυχολογίας, ήταν τέτοια που χρειάστηκε σχεδόν δυο χρόνια για να μπορέσει να επιστρέψει κοντά στα προεγχειρητικά επίπεδα. Και συλλογίστηκα (φυσικά) τον πατέρα μου, που είχε κάνει περίπου την ίδια επέμβαση δύο φορές. Δεν συνήλθε ποτέ από τη δεύτερη.

Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 1995, είχα μια έντονη παρόρμηση να γράψω κάτι γι’ αυτόν στην εφημερίδα. Αυτό, ήταν, άλλωστε, το μόνο πράγμα που ήξερα να κάνω, και θεωρούσα ότι το έκανα σχετικά καλά: να γράφω. Όμως ως τότε δεν είχα δημοσιεύσει ποτέ κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο (δημοσίευα μόνον σε έντυπα, σεβόμενος και το μέσον και τον αναγνώστη) και η αρχή με δυσκόλεψε. Συν τω χρόνω, κατάλαβα πως με αυτόν τον τρόπο ειδικεύτηκα στις νεκρολογίες.

Όταν πέθανε ο φίλος μου Τάσος Φαληρέας το 2000, ξεκίνησα γράφοντας «Εδώ και περίπου πέντε χρόνια, έχω συχνά την αίσθηση ότι τα κείμενα που γράφω είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, νεκρολογίες. Κάποια, όπως είναι φυσικό, είναι περισσότερο νεκρολογίες από άλλα. Όλα όμως καταλήγουν στο ίδιο αδιέξοδο: ξεκινάς να μιλήσεις για κάποιον άλλον και μιλάς για τον εαυτό σου». Ισχύει και για το παρόν κείμενο.

 

3. But I thought in spite of dreams you’d be sitting somewhere here with me

Με τις νεκρολογίες των άλλων, προσπαθώ να καταγράψω τη σημασία που είχαν αυτοί οι τελειωμένοι άνθρωποι για εμένα και δυνάμει για την εποχή τους, με αποδέκτη ένα ευρύτερο κοινό. Με τα λοιπά κείμενα, καταγράφω τη δική μου πρόσληψη μιας εξέλιξης ― και δικής μου και της εποχής και της πραγματικότητας που ζω. Και στις δύο περιπτώσεις, απευθύνομαι στον ίδιο πάντα αναγνώστη. Και στις δύο περιπτώσεις, εξηγούμαι προς τρίτους. Και στις δύο περιπτώσεις, συντάσσω τη δική μου νεκρολογία, κείμενο-κείμενο, ψηφίδα-ψηφίδα, μιας εικόνας που θα μείνει ατελής. Ευτυχώς δηλαδή, για να μπορεί να τη συμπληρώσει ο κάθε αναγνώστης κατά το δοκούν.

Ο φίλος μου ο Σωτήρης, που διακρινόταν για το χιούμορ του, είχε γράψει ένα κείμενο στο περιοδικό Ιστός (1991/92) που εξέδιδα, με τίτλο «De Morbo Vitae», πραγματευόμενος τη ζωή ως νόσο, και κατέληγε με την παρήγορη διαπίστωση ότι αυτή η νόσος δεν ήταν ανίατη. Ήμασταν τριαντάρηδες τότε, και είχαμε υποψιαστεί πως η ζωή είναι μια απρόβλεπτη και ατελής διαδικασία. Περιγράφεται και εξηγείται εκ των υστέρων: μόνον αφού τελειώσει, μπορούμε να την περπατήσουμε αντίστροφα και να διακρίνουμε την πορεία της και να εξηγήσουμε πράξεις και αποφάσεις.

Η ζωντανή αφήγηση της ζωής και η διαμόρφωσή της είναι άλλο πράγμα, εντελώς. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους νεαρούς, στη βιολογική ακμή τους, να έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά μια νοητή περαίωση της ζωής τους, και σκέφτομαι πόσο κακό έχουν κάνει οι μίζερες ιδεολογικές τοποθετήσεις και οι περιοριστικές μυθοπλαστικές αφηγήσεις που τις έχουνε για μπούσουλα ή για πρότυπο.

Βλέπω άλλους ανθρώπους, μεγαλύτερους και μικρότερους, να έχουν αλλάξει και δυο και τρεις φορές ζωή, και να σταματούν όταν βρίσκουν την ευτυχία ή όταν τους βρίσκει ο θάνατος. Σαφώς και όσο μεγαλώνεις οι ευκαιρίες περιορίζονται, και οι πόρτες κλείνουν. Ανοίγουν όμως άλλες, αν έχεις την ευαισθησία και την εμπειρία να τις διακρίνεις. Και πάντως η πορεία, όσο ζοφερή και αν είναι η τρέχουσα πραγματικότητα, είναι πάντα προς το φως. Αυτό μου το έμαθαν οι παππούδες κι οι γονείς μου, οι ακριβοί μου φίλοι, και οι ακριβοί μου πεθαμένοι.

 

PS. I’ve loved all I needed love, sordid details following

Τον Ιανουάριο του 2016, δυο μέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ Black Star, πέθανε o David Bowie. Έχοντας μεγαλώσει με τον μακαρίτη (είχαμε τα ίδια γενέθλια με δώδεκα χρόνια διαφορά) και έχοντας παρακολουθήσει την εξέλιξή του, που συχνά μου έδινε κατευθύνσεις (όχι πάντα θετικές) για τη ζωή, έπαθα μια ψυχολογία. (Για τους νεότερους: αυτή είναι η έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για να περιγράψει την αντίδρασή του στο θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη, όπως την κατέγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος στην εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» το 1986/87. Αν υποθέσουμε ότι σας λέει κάτι όλο αυτό, ότι ξέρετε ποιος ήταν ο Μπιθικώτσης και δεν πρέπει να τον γκουκλάρετε.)

Παρ’ όλο που είχα αγοράσει το Black Star, δεν είχα προλάβει να το ακούσω, και δεν νομίζω να το κάνω ποτέ πια. Δεν έχω την παραμικρή περιέργεια. Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο Bowie είχε ξεκινήσει τη διαδικασία θανάτου από το The Next Day (2013). Δεν είναι μόνον η φωνή που αδυνατίζει, και όλη η εικονογραφία του σώματος που καταρρέει. Είναι και η αναδρομή, η θεματολογία, και οι στίχοι και η μουσική του άλμπουμ.

Εκ των υστέρων, τα περισσότερα πράγματα εξηγούνται, και πέφτουμε στην εύκολη παγίδα να τα θεωρούμε αυτονόητα και αυταπόδεικτα, κάτι που συνήθως δεν ισχύει για τη στιγμή που δημιουργείται ένα έργο. Ο καλλιτέχνης πιθανώς να γνωρίζει τι κάνει, πώς και γιατί, το κοινό όμως το καταλαβαίνει πολύ αργότερα.

Το κοινό γνώριζε απλώς ότι ο Bowie είχε κάποια προβλήματα υγιείας, οι οικείοι του και κάποιοι συνάδελφοί του γνώριζαν περισσότερα. Ο James Murphy των LCD Soundsystem έκανε ένα δεκάλεπτο remix του τραγουδιού «Love is Lost» από αυτό το άλμπουμ, χρησιμοποιώντας και το «Clapping Music» (1972) του Steve Reich αλλά και samples από παλιότερα τραγούδια του Bowie, όπως το «Ashes to Ashes» (τρεις νότες είναι αρκετές!) ή το «Hello Spaceboy».

Το αποτέλεσμα, χτισμένο νότα-νότα, ιδίως όπως συμπληρώνεται από το σχετικό βίντεο, χτισμένο καρέ-καρέ, είναι η καλύτερη νεκρολογία του Bowie, μια ελεγεία που είναι και ψηφιακή και multimedia, την οποία μάλιστα εκτίμησε αρκούντως o καλλιτέχνης ώστε να κυκλοφορήσει μια συντομευμένη εκδοχή της ως single.

Αυτές είναι οι απολύτως καλύτερες νεκρολογίες, όταν μπορείς να τις χαρείς όσο ζεις. Μετά, τις χαίρονται άλλοι.