Πολλά αρνητικά μπαινοβγαίνουν στον ψυχισμό μου τώρα τελευταία, στραβομουτσουνιάζω με το παραμικρό, «δεν» το ένα, «όχι» το άλλο.
Λέω από μέσα μου «μεγάλωσες και παραξένεψες»
μου απαντάει,
«κόψε τις βλακείες πάντα τέτοια ήσουνα»,
τα λέω και φωναχτά,
ακούγεται ένα
«άμα δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε»
από το διπλανό κονάκι του αφέντη τσουτσουλομύτη κι όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εμπεδώνω την φαντασίωσή μου να ζήσω σ’ ένα λαγούμι τελικά παρέα με ένα λαγό.
Πριν αρχίσω να σκάβω το λαγούμι μου όμως και με όλη την καλή διάθεση να σωθώ απ’ το γκρινιαρόγατο που νιαουρίζει μέσα μου και μου σπάζει τα νεύρα, πήγα χθες σε μεγάλο εμπορικό κέντρο με φίλη, επιστρατεύοντας όλη την καλή θέληση που είχα, μια και η γυναίκα που ήθελε να ψωνίσει δεν είναι απλά φίλη καρδιακή, μα μια απ’ αυτές που κοιτάζεσαι μαζί τους και ως δια μαγείας αναπτύσσεται μπροστά σου ένα ταμπλό με κώδικες που αναβοσβήνουν καθώς μιλάς κι ενώ εσύ λες «και» η φίλη καταλαβαίνει άλλες εκατόν πενήντα λέξεις πλάι στο «και» σου.
Ποτέ δε μ’ άρεσαν τα πολυκαταστήματα, τα καρναβάλια κι οι άνθρωποι που μεγαλώνοντας αρνούνται να εμπλουτίσουν το μυαλουδάκι που τους έδωσε ο θεούλης με το παραμικρό, λόγω τεμπελίτιδας, όπερ μένουν μ’ αυτό της γέννας τους, που είναι ίσο με ένα πουλί και δέκα τσόνια.
Φεύγουν κι έρχονται οι εμπειρίες στη ζωή τους, γίνονται πράγματα και θάματα δίπλα τους.
Αυτοί τίποτε.
Αυτό ξέρουνε αυτό μολογάνε.
Τίποτε δεν τους ακουμπά, τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει για ν’ αναρωτηθούν λίγο παραπάνω απ’ το κατώφλι του σπιτιού τους.
Μη σας πω πως αν εξωκείλουν και σκεφτούν κάποια φορά κάτι διαφορετικό η προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν κάτι στη ζωή τους, πισωγυρίζουν εκατόν πενήντα θέσεις πιο πίσω από κει που ήταν, γιατί η ανασφάλεια του άγνωστου τους τρελαίνει το μυαλό, τους δημιουργεί κομφούζιο και πανικό.
Τι να κάνουμε όμως υπάρχουν κι αυτοί.
Το εμπορικό πολυκατάστημα όμως δεν υπάρχει.
Αρνούμαι οτι υπάρχει.
Αδυνατεί η εσωτερική μου καλοπροαίρετη διάθεση να συμπεριλάβει στους κόλπους της μια κατάσταση σαν αυτή που βίωσα χτες.
Αυτό που βίωσα είχε ένα και μοναδικό στοιχείο και στοιχειό ταυτοχρόνως.
Τον τρόμο στα μάτια παιδιών κι ενηλίκων.
Ένα τεράστιο ποτάμι ανθρώπων μικρών και μεγάλων με τα κινητά στο χέρι, με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, με άγχος, με φωνές λίγο χαμηλότερες των γηπέδων, να προσπαθούν να ψωνίσουν.
Κι ύστερα το δραματικότερο όλων.
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, οι έφηβοι, τα παιδιά, τα μωρά στα καροτσάκια με τις μανούλες, να προσπαθούν να πάρουν καφέ, αναψυκτικό, πίτσα, χοτ ντογκ, γλυκά, τσουρέκια, για να τα φάνε ο ένας παστωμένος πάνω στον άλλο φωνάζοντας ο ένας τον άλλον τόσο δυνατά που η αίθουσα πραγματικά θύμιζε γήπεδο.
Αυτό είναι για ένα σωρό ανθρώπους γύρω μας μια φυσιολογικότατη κατάσταση, για πολλούς δε εφήβους μεταφράζεται ως και ο παράδεισος.
Προσωπικά ένοιωσα μια γροθιά να μου σφίγγει το στέρνο, ήπια δυο γουλιές καφέ και κατευθύνθηκα με την φίλη στα μαγαζάκια της γειτονιάς μου όπου συμπαθητικά κι ήσυχα ήπιαμε την μπυρίτσα μας.
Έχω γεράσει ναι εντάξει.
Δεν θα πήγαινα όμως με τίποτα στο καρναβάλι της Πάτρας ακόμη κι αν με πλήρωναν… ας με συμπαθάνε όσοι το λατρεύουν.
Δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου.
Δεν αντέχω τις απομιμήσεις καλές ή κακές της Βραζιλίανικης μουρλαμάρας… παιδιά συγχωρείστε με.
Προσβάλλεται η αισθητική μου και κινδυνεύω να φανώ κάπως που το λέω, όμως δεν θέλω να τσικνίζω και στις γειτονιές με το «γιούργια» είμαστε όλοι μια παρέα με μάσκες που τρώμε χοιρινό λίπος.
Όμως θάθελα κολασμένα πολλά θορυβώδη, ίσως και άκρως ανεξέλεγκτα.
Ομαδικά ή μη.
Κι όχι δεν απεχθάνομαι της ζωής τη διασκέδαση και τη χαρά.
Θέλω τον θόρυβο μιας ροκ συναυλίας σαν τρελή ναι αυτόν τον θόρυβο, αυτή την βαβούρα, αυτή την παλιοκατάσταση που σε απογειώνει και σε κάνει να χορεύεις με τις ώρες πάνω σε μια κερκίδα όπως το 1998 με τους Rolling Stones.
Απλά είναι μερικά πράγματα που έχουν μια μυρωδιά, ένα άρωμα, έναν ρυθμό, ένα «να πάρει η ευχή» σ’ αυτή τη ζωή.
Δεν είναι όλα ο,τι νάναι.