Τα καλύτερά μας χρόνια
22-03-2019

Έπεσα τυχαία στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έμεινα και την χάζευα με τις ώρες. Εικόνες, χειρονομίες, λόγια επέστρεψαν μονομιάς. Ο χρόνος δεν στάθηκε ικανός να σβήσει τα χνάρια της επιστροφής. Ξαφνικά άναψε σαν πινακίδα «νέον» ο τίτλος της ταινίας του Σίτνεϊ Πόλακ «The way we were» (1972), με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Ρόμπερτ Ρέφορντ, μεταφρασμένος στα ελληνικά ως «Τα καλύτερά μας χρόνια». Ξεπερνούν τις τριάντα οι φορές που μπήκε στο βίντεο η κασέτα της ταινίας για να την δούμε με τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη στο πρώτο σπίτι που έπιασε φεύγοντας από την πατρική του εστία, στο δυάρι επί της οδού Μπουμπουλίνας. Πάλι και πάλι, πριν ή μετά από κάποιαν άλλη ταινία. Και πάντοτε με την ίδια συγκίνηση, λες και ήταν η πρώτη. Άλλη φορά θα σας μιλήσω για εκείνες τις μεταμεσονύκτιες προβολές, τις μέχρι τελικής πτώσεως!

Εδώ, στην φωτογραφία εννοώ, ήταν καλοκαιράκι του 1982. Καθήσαμε πρόχειρα όλη η παλιοπαρέα στα σκαλοπάτια έξω από την πέτρινη μονοκατοικία επί της οδού Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη γωνία, όπου συγκατοικούσα τότε με τον Γιώργο Παυριανό. Μόλις είχε τελειώσει το γύρισμα του βιντεοκλίπ για το τραγούδι «Σαριπιντάμ» από τον δίσκο «Σαριμπιντάμ… Θα πει τρελλαίνομαι!» σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, την μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και ερμηνεύτρια την Χριστιάνα. Ήταν η δεύτερη σημαντική δισκογραφική δουλειά του συνθέτη και της στιχουργού. Είχε προηγηθεί το μεγάλο «μπαμ» με τα «Σκουριασμένα χείλια» και την αξεπέραστη ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Ο δίσκος αυτός, δώρο του Τιμογιαννάκη, είχε λιώσει στο πικ απ… Πολλά βράδια, χωμένοι στο «Ενναλλάξ», το γνωστό μπαρ εκείνης της εποχής επί της οδού Μαυρομιχάλη, ακούγαμε και πάλι τα αγαπημένα τραγούδια και τραγουδώντας μισομεθυσμένοι κάναμε το απαραίτητο σεκόντο της ψυχής. Επιστρέφοντας στην συνέχεια πεζή για τα σπίτια μας μέσα από τους άδειους νυκτερινούς δρόμους, στου Φιλοπάππου εγώ και ο Τιμογιαννάκης στο πατρικό της Καλλιθέας, άλλη δουλειά δεν κάναμε από το να τα τραγουδάμε «έξω φωνή». Δεν είχαμε δραχμή στην τσέπη μας, αλλά ούτε που μας ένοιαζε. Kαι πότε με ένοιαξε, εδώ που τα λέμε, εμένα τουλάχιστον; Είχαμε όμως τα νιάτα μας, τα όνειρά μας και κάτι αθώους έρωτες φορτωμένους ενοχές. Τις σπουδαιότερες αποσκευές.

Ο καμεραμάν του βιντεοκλίπ Προκόπης Μπουρνάζος επέμενε να μας φωτογραφίσει όπως ήμασταν. Η σκηνοθέτις Μαρία Παπαγεωργίου του έκανε το χατήρι. Ο Δημήτης Λέκκας είχε αναλάβει την παραγωγή. Ο Παυριανός κι εγώ είχαμε διαθέσει το σπίτι μας για τις διάφορες ανάγκες, άρα συμμετείχαμε κι εμείς μ΄ έναν τρόπο. Έτσι λοιπόν παραταχθήκαμε στα σκαλιά περιμένοντας το «κλικ». Ζήτησα να μου δώσουν λίγο χρόνο, μόλις ένα λεπτό, να φορέσω κάτι. Ήμουν γυμνός από την μέση κι επάνω, ξεστήθωτος όπως λένε. Στάθηκε αδύνατον. «Δεν χρειάζεται να ντυθείς, άστο καλύτερα. Η ομορφιά αξίζει να είναι ακάλυπτη» με αποπήρε ο Κραουνάκης. «Και απροκάλυπτη…», έσπευσε να σχολιάσει ο Παυριανός. Η Χριστιάνα, αφού ανέβηκε και κατέβηκε κάμποσες φορές την σκάλα τραγουδώντας πλέη μπακ το «Σαριμπιντάμ», μετά το πέρας του γυρίσματος, έσπευσε διακριτικά να αποχωρήσει. Καθώς και οι υπόλοιποι του συνεργείου. Εμείς που παραμείναμε, οι μιλημένοι συνωμότες, φίλοι κι εχθροί ομού κάθε επίσημα παραδεδεγμένης αντίληψης περί ζωής ή τέχνης, κοιτάξαμε κατάματα τον φακό.

Ένα χρόνο μετά συνέβη, όλως συμπτωματικά, να συνεργαστώ στιχουργικά στον δίσκο «Μόνον Άνδρες» που ετοίμαζε ο Κραουνάκης με τον Παυριανό για τον Γιώργο Μαρίνο. Αφορμή στάθηκε ένα τραγούδι που είχα γράψει με τον τίτλο «Δακτυλικά αποτυπώματα».  Άρεσε πολύ στον συνθέτη. Το ίδιο βράδυ μάλιστα φρόντισε να γνωρίσω από κοντά τον Μαρίνο, όπου του ανακοίνωσε και τα καθέκαστα. Ο καλλιτέχνης άκουσε το τραγούδι κι ενθουσιάστηκε. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε τσάτρα πάτρα να μας το τραγουδάει. Η συνέχεια έγινε με το «Ξενοδοχείον Κέκρωψ» – το μετέπειτα «202» με την φωνή της  Άλκηστης Πρωτοψάλτη στο διπλό C.D. του Κραουνάκη «Όταν έρχονται οι φίλοι μου» – ακολούθησε το «Νυκτερινά τηλεφωνήματα» κι ο κύκλος έκλεισε με το «Έλα». Βρέθηκα να υπογράφω τα τέσσερα, ούτε λίγο ούτε πολύ, από τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου. Ήμουν πανευτυχής! Ήταν και πάλι καλοκαιράκι. Το πήγαιν΄ – έλα στον Νέο Βουτζά με το παπάκι του Σταμάτη, όπου είχε πρόσφατα τότε μετακομίσει ο Μαρίνος, ήταν διαρκές. Κάθε τρις και λίγο καβαλούσαμε το 50άρι, αργά το βράδυ συνήθως και αριβάραμε στην εξοχική έπαυλη. Πάντοτε διανυκτερεύαμε εκεί. Οι συζητήσεις κάθε φορά συνοδευόμενες από πολλά γέλια μάς ξημέρωναν. Ήταν ατελείωτες οι αστείες ιστορίες και τα ευτράπελα που μας διηγείτο ο Μαρίνος από την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Όσα είχε ο ίδιος ζήσει ή τα είχε πληροφορήθει από τρίτους. Όρεξη να ΄χεις ν΄ ακούς…

Με την Λίνα Νικολακοπούλου δεν αναπτύξαμε ποτέ κάποιαν εγγύτητα. Βρισκόμασταν κατά καιρούς σε φιλικά σπίτια, τρώγαμε και μιλούσαμε, αλλά τίποτα παραπάνω. Και μέχρι σήμερα το ίδιο ισχύει. Μόνο μια φορά θυμάμαι βρέθηκα καλεσμένος κάποιο Πάσχα, από σπόντα και τότε, στο σπίτι της στο Μεταξουργείο για να γυρίσουμε τον οβελία. Ήταν μια πανωλεθρία. Η κοινή μας φίλη Γιόλα Ψαροπούλου που είχε αναλάβει την όλη διαδικασία του ψησίματος, άνθρωπος ανυπόμονος και πείσμων, δεν έπαιρνε από λόγια. Με αποτέλεσμα το αρνί, παρά τις προειδοποιήσεις και τις ενστάσεις μας, να κατεβεί από την σούβλα άψητο σχεδόν. Έτσι αρκεστήκαμε υποχρεωτικά σε κάποιες τραγανές πετσούλες, στις σαλάτες και τα κόκκινα αυγά. Ευτυχώς ήμασταν μεταξύ μας, τέσσερα ή πέντε άτομα όλο κι όλο. Ούτε με την Μαρία Παπαγεωργίου είχαμε πολλά πολλά. Εκείνη την περίοδο κάναμε λίγο παρέα. Μόλις είχε επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολίτειες έτοιμη να δοκιμάσει την τύχη της στα καθ΄ ημάς κινηματογραφικά δρώμενα. Αξέχαστη θα μου μείνει η εκδρομή μας στην Επίδαυρο με αφορμή βεβαίως, μια παράσταση του αρχαίου δράματος, ούτε που θυμάμαι πλέον συγκεκριμένα. Ήμασταν πολυπληθής παρέα, ετερόκλητη. Μετά το θέατρο διανυκτερεύσαμε όπως – όπως με υπνόσακους εκεί κοντά. Μας ρήμαξαν τα κουνούπια. Την επομένη ξενυχτισμένοι όλοι και άυπνοι κάναμε πρωινό μπάνιο στην παραλία του Τολό. Από το πλήθος των εκδρομέων θυμάμαι μόνο τον Βασίλη Νειάδα που είχε βάλει στο μάτι μια λαϊκή, πολύ πεταχτούλα και σκερτσόζα πιτσιρίκα και κάθε τόσο αναφωνούσε ολοφάνερα λιγωμένος στην θέα της: «Μα είναι έκτακτη αυτή η μικρή, σωστή λολίτα!». Με είχε εντυπωσιάσει ο ανάλαφρος όρος «λολίτα» που με κομψότητα χρησιμοποιούσε, αντί του αναμενόμενου που όλοι μας είχαμε κατά νου.  Και που δεν ήταν άλλος από το  κοινώς λεγόμενο «πουτανάκι».

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ακριβώς, αλλά έχω την βάσιμη υποψία ότι για τους περισσότερους εικονιζόμενους της φωτογραφίας, αν όχι για όλους, εκείνα τα χρόνια ήταν τα καλύτερά μας. Οι λόγοι πολλοί και εν μέρει αυτονόητοι. Πρώτος απ΄ όλους η νεότητα, κάτι το ανεπανάληπτο, ήδη χαμένο ανεπιστρεπτί. Και δεν μπορώ ν΄ ακούω τις διάφορες θεωρίες για την σπουδαιότητα δήθεν της γνώσης που με τα χρόνια επέρχεται ή τις άλλες, τις περί της αυξανόμενης γοητείας όσο μεγαλώνουμε. Προφάσεις εν αμαρτίαις ή αν μπορούν ας κάνουν κι αλλιώς… Μαζί με την νεότητα ως Διόσκουροι, ακόλουθοι και προστάτες της, το κάλλος και το πάθος. Απωλεσθέντα κι αυτά προ πολλού. Ανεξαρτήτως της μεγάλης καταξίωσης, ιδιαίτερα του Σταμάτη και της Λίνας, λόγω του σημαντικού έργου τους ή και των υπολοίπων στον βαθμό που ο καθένας μας ποιος λίγο – ποιος πολύ τα κατάφερε, νιώθω πως όλοι μας, καθώς οι άνθρωποι μιας ηλικίας, αλληθωρίζουμε κατά καιρούς κοιτώντας προς τα πίσω, τότε που τίποτα δεν είχαμε και τα είχαμε όλα. Προσωπικά μια έντονη νοσταλγία μη θεραπεύσιμη με κυριεύει για τον αφελή Παράδεισο του ξεκινήματος ή την τρυφερή Κόλαση της αρχής, αν προτιμάτε. Όπως και να ΄χει πάντως, ένα είναι το μόνο σίγουρο. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.