Τα κάστανα
21-11-2020

Μια φορά τον μήνα, κατεβαίνω στην Ερμού. Αεράτη με καφέ στο χέρι, ψιλά έτοιμα να τα πληρώσω ξεσηκωτικές νότες, λίγα ακόμα για να αγοράσω μια ζελεδένια ντομάτα από έναν μικρούλη που την πετάει με μανία στο μάρμαρο και απλώνει, σίγουρα θέλω τα 10 κάστανα για 2 ευρώ, σαλέπι, έτσι για να το έχω στο βιογραφικό του ουρανίσκου μου, χαζεύω τον πάγκο με τα βιβλία του 1 ευρώ μήπως πετύχω κανένα Άρλεκιν, και συνεχίζω την βόλτα.

Προλαβαίνω την κοπέλα που ψεκάζει και σηκώνω το μανίκι πριν εκείνη πει, “να σας βάλω λίγο άρωμα;” Με νότες Τσιτσάνη στο λαβύρινθο και νότες γιασεμιού στον καρπό κατευθύνομαι προς τον επόμενο στόχο. Εκεί που όλοι νευριάζουν. Εκεί που όλοι βγάζουν τα απωθημένα τους. Στα κορίτσια και τα αγόρια που θέλουν να δώσουν στην περαστική ένα δωράκι, με αντάλλαγμα τα στοιχεία της και 3 ώρες από τη ζωή της. Πλησιάζει νεαρός. Πουκάμισο μαύρο, δέρμα το ίδιο από τις ατελείωτες ώρες στον ήλιο, η μπάντα το γυρνάει σε “αη αη αη αη αη Πουέρτο Ρίκο”, αυτός ετοιμάζει κουτάκι βελουτέ, πρόταση γάμου και βλέμμα παραιτημένο, έτοιμο για χυλόπιτα, “πωπω μου φτιάξατε τη μέρα, έχω ένα δωράκι για εσάς”, εκεί συνήθως γίνεται η μανούρα. Η κυρία του λέει δεν θέλω, ή τον σπρώχνει γιατί της κλείνει τον δρόμο, του ρίχνει και κανα γαλλικό, εγώ όμως όχι. Καθαρίζω τα δόντια με τη γλώσσα μην έχει μείνει κανένα καμένο κάστανο και του λέω “αη ντου”. Εκείνος μου δίνει τον αγκώνα και αγκαζέ ανηφορίζουμε για το γνωστό κέντρο αισθητικής που αν κρίνω απο τα πράσινα μάρμαρα και το πλαστικό μπέντζαμιν, μάλλον δεν έχουν ιδέα από δαύτη. Εγώ έχω τρεις ώρες για πέταμα, εδώ που τα λέμε και το άρωμα είναι για πετάμα, αλλά εδώ μέσα πιάνει πολύ χειρότερα πατσουλιά η μύτη μου. Όμως είμαι χαρούμενη. Θα απολαύσω περιποίηση σώματος, πήρα και δώρο το χρυσαφί αλυσιδάκι.

Δίνω τα στοιχεία μου. Ρίχνω και μια ματιά στο ρολόι, που είναι πιο μεγάλο από ιπτάμενο δίσκο, έτσι να βλέπουμε εμείς οι γυναίκες τον χρόνο που περνάει και να θέλουμε να βάλουμε φρένο. Φτάνει η κυρία-παύλα-εκτιμητής, στην υποδοχή. Σε λίγο θα μάθουμε τη ζημιά. Ξέρω ακριβώς τι θα ακούσω. Αφυδάτωση, λεπτές γραμμές, έντονη τριχοφυία και στο τέλος ένα τύπου κλαψούρισμα. “Κρίμα και έχετε τόσο ωραία χαρακτηριστικά.” Εγώ ατάραχη. Δέχομαι παθητικά κάθε προσπάθεια της ξανθιάς μούμιας να με πείσει ότι χρειάζομαι ΚΤΕΟ, ζυγοστάθμιση, καλίμπρα, ιμάντα και φυσικά γυάλισμα, κέρωμα. Ζύγισμα, λιπομέτρηση, γιατροί του κώλου αναλύουν τον δείκτη μάζας σώματος, βοηθοί γιατρού κρατάνε μεζούρα, νοσοκόμες ετοιμάζουν καλώδια να γίνει η πρώτη δωρεάν συνεδρία, ένα ποτήρι τσάι, μια κανάτα με 5 ποτήρια νερό και βλέμματα απόγνωσης από το ιατρικό επιτελείο. Έχετε 7 περιττά κιλά. Ξεστομίζω ένα αχ.

Τα μηχανήματα δουλεύουν στο φουλ. Τα χεράκια της νοσοκόμας χαϊδεύουν τους μηρούς μου να ενεργοποιηθεί το υποδόριο λίπος, ο γιατρός με την άσπρη ποδιά χασάπη, κοιτάζει το μόνιτορ με την κόκκινη ένδειξη “όβερ γουέητ” και αγωνία σα να πρόκειται να μου πει ότι έχω στένωση αορτής. Το ρεύμα με τινάζει στο κρεβάτι. Όλοι είναι ανήσυχοι. Υπάρχει ένταση. Τα μπούτια μου είναι μεγάλα, τα καλώδια πετάγονται, τα βεντούζακια δεν κολλάνε, μου βάζουν νερό με βετέξ, μου σφίγγουν τα άκρα με χρατς ταινίες, το μηχάνημα χτυπάει κόκκινο. Βγάζει και ρομποτική φωνή. Όβερ γουέητ. Ο μάη γκοτ, γιατρέ θα ζήσω; Εκείνος γυρίζει τα στρογγυλά κουμπιά σα να ψάχνει το Δεύτερο Πρόγραμμα, όμως κάτι δεν πάει καλά. Το μηχάνημα έχει κολλήσει. Ο έμπειρος γιατρός το ξαφνιάζει με χαστούκια, το ρεύμα εξακολουθεί να δίνει σουβλιές στο δύστυχο κορμάκι μου, η νοσοκόμα συνεχίζει τα χάδια, να μη φανεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Το μηχάνημα δεν ανταποκρίνεται. Σε αντίθεση με τους μυς μου, που έχουν συγχρονιστεί και κάνουν από μόνοι τους συσπάσεις. Τι σου κάνει η θέληση για ζωή. Ο επιστήμονας συνεχίζει να χτυπάει γροθιές στο μηχάνημα. Βρίζει τα θεία. Είναι κι αυτή η κόντρα επιστήμης και εκκλησίας. Πετάγομαι και λέω “ας βάλει ο Θεός το χέρι του”. Όμως μάλλον δεν υπάρχει επιστροφή. Η φωνή του μηχανήματος σβήνει. Το ίδιο και η οθόνη. Ο γιατρός λυγίζει. Η βοηθός βγάζει τα καλώδια από το σώμα μου. Το μηχάνημα τώρα λέει ξεψυχισμένα σκέτο “γουέητ” “γουέητ”. Κατεβαίνω από το κρεβάτι ιδωμένη και με αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Ο γιατρός με ακουμπάει στον ώμο. Μου λέει ότι λυπάται. Δυστυχώς δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο η θεραπεία. Η νοσοκόμα μου σκουπίζει τα μπούτια με το βετέξ. Εγώ τους κοιτάζω με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Όλα καλά! Εσείς κάνατε ό,τι μπορούσατε!

Έχουν περάσει δύο ώρες. “Επιστρέφοντας όμως στον τόπο της, συνειδητοποιεί πως το μίσος της δεν ήταν παρά ένας τρόπος να κρύψει το βαθύ κι ανομολόγητο έρωτα που ένιωθε γι’ αυτόν τον αυταρχικό άντρα. Αλλά τώρα ήταν αργά πια να του αποκαλύψει την αγάπη της. Η απροκάλυπτη εχθρότητα που του είχε δείξει, τον έσπρωξε στην αγκαλιά της Γκρέτα”. Μου έχουν μείνει ακόμα δύο κάστανα.