Τα δάκρυα του ουρανού
06-04-2018

Μου έτυχε και Μεγάλη Παρασκευή που δεν έβρεχε, δεν ψιχάλιζε. Αλλά οι λιτανεύσεις και οι πορείες πίσω από τον Επιτάφιο απλώς άφηναν τα κεριά να λάμπουν παραπάνω, στην ευδία της άνοιξης. Βέβαια, οι μυρωδιές των ανθέων ήταν λιγότερο πειστικές.

Σε τόπους όπου επιτάφιοι ενοριών συναντιούνται, συνυπάρχουν και μετά χωρίζονται, είναι η μόνη περίπτωση που οι τελετές, παλιές και νέες, από ξεχασμένες σήμερα επετείους, ξαναζούν. Μόνον που δεν συγκρούονται οι ομάδες, όπως σε άλλες ευκαιρίες. Ακολουθούν το ξόδι με την πεποίθηση πως είναι παροδικό, έρχεται μια ανάσταση, δεν είναι λίγο. Το άλλο βράδι θα φιληθούν, θα ευχηθούν, θα κρατήσουνε αυγά. Τώρα απλώς μπροστά, η ζέστη του κεριού δημιουργεί μια θαλπωρή ανάμεσα στο χέρι και στο ρούχο του μπροστινού. Μια φωλεά, έναν κουητό. Πολλοί νοιώθουν κατάνυξη. Άλλοι μοιάζουν σαστισμένοι.

Για μένα, ζωντανεύει η νόμιμη βία της αυτοκρατορίας, που εχάθη τελεσιδίκως και την θυμόμαστε, σε ένα κράμα συναισθημάτων όπου ο μόνος που διέφυγε την λησμονιά, φέρεται επί ανθέων για να λησμονηθεί η θεσμική βία, η αναίτια καταδίκη, τα μαλλιά του ακέφαλου βαρβάρου που δαγκώνει ο λεγεωνάριος.

Είναι έτσι, επειδή όταν ανθίζει ο τόπος και χαιρόμαστε με την ανθοφορία, το κάνουμε για να μην αντηχεί στ’ αυτιά μας η βασανιστική γέννηση των νέων βλαστών, που ανεβαίνουν στην ατμόσφαιρα μέσα σε φρικτούς πόνους. Διότι η άνοιξη είναι επώδυνη εποχή, χωρίς μετριασμούς και συμβιβασμούς. Άτεχνη και σπασμωδική, ένα ζυμάρι που πετάει βλαστούς και σπάει σε κομμάτια, για να ξεματιάσει το γυμνό κύτταρο της φύσης, να ξεκινήσει ακόμη ένας απολύτως προβλέψιμος κύκλος.