Δεν έχει σημασία αν είναι πανέμορφη, ούτε έχει σημασία αν κάνει την καρδιά σου να ζαλίζεται. Έχεις ξαναβρεθεί εκεί, και στην ομορφιά και στις ζαλάδες. Μούσες που τις χρησιμοποίησες χωρίς να ρωτήσεις καν αν είχαν όρεξη να γίνουν μούσες από άνθρωποι με αδυναμίες κι όλα αυτά για την έμπνευση σαν ένα γνήσιο καθίκι, και βγήκες και από πάνω όταν σε διέλυσαν, ευαίσθητος και πληγωμένος. Καλός μαλάκας. Ο καλός μαλάκας. Το καλό παιδί που πληγώθηκε απ’ τον έρωτα και αν θυμάσαι είχες καταφέρει να πείσεις ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό όταν καβαλούσες την μηχανή, μόνο και μόνο για να ουρλιάζεις τ’ όνομά της μέσα στο κράνος, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να σ’ ακούσει. Ένα αδηφάγο κτήνος που δεν χόρταινε από την γεύση του ίδιου του του αίματος. Ένας ποιητής που ζητούσε δολοφόνους για ν’ ανοίξουν την καρδιά του και όταν δεν έβρισκε, τους δημιουργούσε ο ίδιος. Πόσο άτιμο είναι αυτό; Στο τέλος έμεινε μόνος, ολοκληρωμένος κατά φαντασίαν από τις δημιουργίες του που έγιναν από κάποιους ανθρώπους που επωμίστηκαν τον άδικο ρόλο του καταστροφέα.
Ύπουλα πλάσματα οι ποιητές. Αναζητούν όμορφα θύματα για να γίνουν οι δολοφόνοι τους έτσι ώστε αυτοί μετά να μπορούν να μείνουν ολομόναχοι με τα έργα τους, ικανοποιημένοι από τον ναρκισσιστικό τους όλεθρο. Μια ζωή άχρηστοι μαλάκες, άκληρα κουμάσια χωρίς απογόνους, άτιμα τζάνκια του δράματος γιατί ενώ θα μπορούσαν να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ναι θα μπορούσαν να μείνουν εκεί σαν να μην υπάρχει αύριο πεθαίνοντας πιθανότατα από την ασφυξία, αυτοί τα θυσίασαν όλα για μερικούς στίχους, ένα τραγούδι ή έναν δρόμο ανοιχτό. Η μεγάλη τέχνη του να γίνεσαι ολοκαύτωμα ξεχνώντας ότι η επιλογή ήταν κυρίως δική σου.
Όχι. Δεν έχει σημασία μόνο αν είναι πανέμορφη, ή κάνει την καρδιά σου να ζαλίζεται. Σημαντικό είναι το ποια θα μείνει μέσα στην αγάπη και όχι το πυροτέχνημα σου. Σημασία έχει να καταφέρεις ν’ αγαπηθείς με έναν άνθρωπο, όπως αγαπιέσαι με τον γάτο σου. Χωρίς στίχους απαραίτητα. Τραγούδια ξέρεις έχουν γράψει κι άλλοι κι εσύ μπορείς να τ’ ακούς ευτυχισμένος που κατάφερες επιτέλους για μια φορά να μην φεύγεις νικητής ή ηττημένος. Να μην φεύγεις. Να κάτσεις ως το τέλος μαζί, εσύ κι ο άνθρωπος σου. Ο αληθινός σου φίλος. Πόσα χρόνια σου πήρε ν’ ανακαλύψεις ότι η ιδέα που είχες για την ελευθερία, δημιούργησε η ίδια ένα κελί; Ένα κελί πανέμορφο, με αέρα, χωρίς σίδερα, γεμάτο ανάσα. Και χωρίς κανέναν άλλο εκεί μέσα. Χωρίς κανέναν να σε πιέζει, να σε πνίγει, να σου σπάει τα νεύρα, χωρίς κανέναν να σ’ αγαπά την κάθε επόμενη μέρα. Την κάθε επόμενη άνοιξη. Την κάθε επόμενη πρωτοχρονιά που θα φιλήσεις την γροθιά σου για λίγο περισσότερη δύναμη, του να συνεχίσεις να είσαι ένας ελεύθερος και έξυπνος βλάκας.