O Tαρζάν του Μπάροους γεννήθηκε το 1912 και ο Ρόμμελ της Ερήμου το 1891, αλλά οι δικοί μου ήρωες πέρασαν από τον βίο το 1950 και το 1990, αντίστοιχα. Ήταν αμφότεροι μαύρα, μικρόσωμα, αεικίνητα, άφοβα σκυλάκια.
Ο Ταρζάν ήταν του Τέλη, φίλου μου στα προνήπια. Τον λάτρευα. Όπως και όλη η τσακαλοπαρέα-ο Λευτέρης, ο Βαγγέλης, η Πατρούλα, οι δυο μας. Γειτονάκια. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως έτρεχε, δεν γάβγιζε και ήθελε χαδάκια. Ηγεμόνευε σε έναν δρόμο, από το εκκοκιστήριο έως ένα μπακαλικάκι όπου παίρναμε μαύρα κινεζάκια ούζου και μικροσκοπικά μπαλάκια σε ένα χαρτί που τα βάζαμε στο στόμα και έσκαζαν. Από τον δρόμο περνούσαν ο παγωτατζής, με φορτοποδήλατο, ο πάγος, ο Γιάννης ο Σλιάκατας και η ποτιστήρα του Δήμου, βαμμένη κόκκινη, μετασκευασμένο Φορντ καμήλα.
Αυτή η ποτιστήρα, ένα καλοκαίρι, του 1952, κι ενώ έπεφτε γενική σιέστα, πάτησε τον Ταρζάν και τον εκμηδένισε, έτσι μιτσός που ήτονε. Ήταν και η πρώτη φορά που είδα ολόκληρη γειτονιά να θρηνεί και να σφαδάζει-μπορούσε επιτέλους να εκφραστεί, διότι ήταν πρόσφατη η εξόντωση 114 Γιαννιτσιωτών, από τους γερμανοντυμένους, το 1944. Καμμένα σπίτια και ουλές από βλήματα ήταν τριγύρω μας αφού.
Οι μανάδες δεν μας άφησαν να τον δούμε. Τον έθαψαν σε μία από τις αυλές.
Πέρασαν χρόνια πολλά και δεν ήθελα να έχω μήτε σκύλο μήτε γάτα μήτε καντίποτε, ώσπου , μέσα σε μια οικογένεια που τα λάτρευε, άρχισα πάλι να ασχολούμαι. Πέρασα πέντε χρόνια με του κόσμου τα κατοικίδια, σκυλιά, γατιά, χρυσόψαρα, ένα γριβάδι, αφθονία πουλερικών, γουρουνάκι, αρνάκι, ένα μπούφο που δεν έζησε πολύ, αλογατάκι, σκαντζόχοιρο και χελώνες.
Μετά, ήρθε για να μείνει, ο Ρόμμελ. Σε μια αυλή με πολλές γάτες και ωδικά πτηνά. Κι έναν παπαγάλο. Ήρθε μωράκι. Το βάλαμε στο μπαλκονάκι, να τρώει και να πίνει. Δεν συμπαθούσε το μέσα. Ώσπου καταλάβαμε πως γρύλλιζε στις γάτες, όχι ατταβιστικώς, αλλ’ επειδή του έτρωγαν το φαγάκι.
Έγινε άρχοντας του κήπου και δεινός γατοκυνηγός, αλλ’ όχι με τα αμπλαούμπλικα των σκυλιώνε, που χάλαγαν τον κόσμο και ανέβαζαν τα κατσούλια στα δέντρα. Αυτός είχε πάρει όλα τα γατίσια σουσούμια. Τες πλησίαζε αθόρυβος, ακροποδητί, λογαριάζοντας τον αέρα και τις τρόμαζε γαβγίζοντας δίπλα στο αφτί τους. Ξεφτίλισε την φήμη πως είναι συνεχώς υπ’ ατμόν και μυγιάγγιχτες. Παράλληλα, έπαιζε μπάλα με τα παιδιά στην αλάνα και σε μία περίπτωση που είχαν στήσει, ως Σμιθάδες, μια συναυλία για τη γειτονιά, τον βλέπω να μπουκάρει εκεί που έγραφα, αρπά μια φλογέρα από τη βιβλιοθήκη και έτρεξε να λάβει μέρος στην ορχήστρα.
Όταν μετακομίσαμε στο χωριό, στην Αγροσυκιά, ήταν μέλος σε όλες τις συντροφιές που ήρχονταν να μας δούνε. Αγαπητός και ιδιοκτήτης της κάτω αυλής. Απέναντι ο γείτονας είχε δυο λυκόσκυλα πελώρια. Είχε ένα τουπέ, που τα σάστιζε. Και έπεφτε γέλια.
Έτυχε να φύγουμε για δουλειά και θα λείπαμε τρεις μέρες. Αφήσαμε φαΐ στους γείτονες. Επιστρέφοντας, πουθενά Ρόμμελ. Τον ψάχναμε στις αυλές και στις ερημιές ματαίως. Σε μια άκαρπη επιστροφή, ο απογευματινός ήλιος φώτισε απρόσμενα κάτι αυλούκια, κάτι μολόχες δίπλα στην εξώθυρα. Στεγνωμένο αίμα. Σταγόνες. Οι γείτονες μαγκωμένοι.
Μετά από αυτό το Ελ Αλαμέιν, έκλεισε εντός μου ο κύκλος του καλύτερου φίλου των ανθρώπων. Κι αν καμιά φορά μου γαβγίζει κανένας κόπρος, τσομπανόσκυλο ή ράτσας τεντώνοντας τα αφτιά, του κλειδώνω το στόμα με γητιά, κι όταν απομακρύνομαι του λύνω τα σαγόνια. Διότι ο σαμανοβοσκός που μου έμαθε τα μάγια, εξήγησε πως το λύσιμο είναι απαραίτητο, επειδή αν το ξεχάσεις, δεν μπορούν να φάνε και ψοφάνε ματιασμένα.