Ταξίδι στην Βουργουνδία
07-10-2020

Με κάλεσε ο Θεόδωρος Στυμβάκων, που εκράτει το ψιλόν αξίωμα του επί των Αναμνήσεων και καθ΄όλην την συνάντησι έβλεπα μόνον την ερμίνα από την μπορντούρα στη οποία κατέληγε η ρόμπα του. Δια τον Σεβασμόν.

«Αυτή η πανδημία εντέλει, θα μας αφήσει με τα σκελετά, νιούτζικε» άρχισε, ενώ έγραφε ένα υπόμνημα και διέκοπτε τρώγοντας ένα χειμωνικόν που ζήλεψα, αλλά ήβγαλα τον μόκον. «Απόφασις όθεν βασιλική, να κρατήσεις τα σκυλιά σου δεμένα και ως αποκρισάριος του αυθέντη σου να μεταφέρεις μήνυμα στην άκρη του κόσμου».

«Είμαι νεοδιορισθείς τρισμέγιστε και όρπηξ στερρά του θρόνου» του λέγω μπας και γλυτώσω, διότι εκείνες τις ημέρες είχα μάτια, παλάμες και γλώσσα μόνον για τα κάλλη της Λευκής Παζινακίνας που είχε αγοράσει η Υπηρεσία από δουλεμπορικόν των ασεβών Τουαρέγκων.

«Βγάλε τον σκασμόν, παρεκτός και πτύεις νομίσματα» με αντικόφτει. «Άκουε: του ταλαιπώρου κράτους μας είναι μεγάλη η πτώχεια. Ενδύσου λοιπόν τρίβον επαίτου και περιπάτει έως την χώραν των Φράγκων που τηνε λένε Μπουργκόναν και πούλα τους το φάρμακον που εφηύρε ο ιητρός Ινεότης ο Χάλδος. Θεραπεύει την πανώλην, ούλα τα σκουλαμέντα, την λέπραν και κυρίως την πσυχήν. Εκατό ωσάν κι εσένα με βασιλικόν χαρτίον θα διασπαρούν ανά τον κόσμον και θα επιστρέψωσι με πλησμονήν συναλλάγματος»

«Και τι θα πωλώ;»

«Μπόλια! Ο Ινεότης λαμβάνει άρρωστον αίμα και το ενώνει με πάγον τετηγμένης σαύρας και ρίπτει ατσαλοσύρματα με πολλάς ευχάς εις τα φατνία των οδόντων των νοσούντων. Δεχόμεθα και δωρεάς. Ιδού η ντάνα με το φάρμακον ενώπιόν σου. Τα λέμε «αντιπτώματα» και θα ήλεγα να μασήσεις ένα».

«Πρέπει να ξεύρω σουσούμια αυτηνών;»

«Γείτονες Ανδηγαυοί και Αλμογάβαροι ρεμπεσκέδες, θεωρούν τους Μποργκόνιους ευπόρους τρελούς. Οι δουκάδες, οι κούντηδες και οι βασιλείς των έχουσι θεόμουρλα παρονόματα: δυναστείες Μποζονιδών, Ροβερτιδών και Καπετιδών, κουρεμένων κυκλοτερώς, με ηγέτας τον Λουί τον τραυλόν, τον Φίλιππον τον τολμηρόν, τον Ροβέρτον τον ευσεβήν, τον Ροβέρτον τον Γέροντα, το Ιωάννην το Αγαθόν. Όλοι τέτοιουνοι είναι. Μόνο ποτάμια έχνε. Θάλασσα πρωτοείδαν προ τριετίας και πεθαίνουν σαν τα κουνούπια επειδή προσπαθούν να την πιούν».

Πήρα την ντάνα, προσκύνησα και πριν χαθώ με ρώτησε πώς με λένε και πόσα χρήματα για έξοδα ταξιδίου θα λάβω. Ο ίδιος υποστήριζε πως μόνον με το ξίφος θα επέστρεφα ζωντανός.

Έκλεισα θέση με γενοβέζικη κουμπάρα και χωρίς πολλά εμετά, με άφησαν σώο εις τους πρόποδας του Μονοίκου. Μπήκα στην Μπουργκονίαν ανήμερα του Αγίου Φανουρίου και πωλούσαν ένα κτήμα εις του Ροδανού το ρεύμα. Μπόλια, χαζά και χαμένα. Έμαθα την γλώσσαν χάρη σε εξυπηρετικάς ποιητρίας των Βωζολαίων Ιδεών και έκτοτε, πωλώ επίθετα εις Μπουργκονίους πελάτας που δεν διαθέτουν ικανήν φαντασίαν. Δικό μου εύρημα είναι ο Ιωνάθαν ο στούμπος, ο  Εξάδελφος Σουταίν ο φαντασμένος και μύρια ακόμη ονόματα και επίθετα που τους αρέσουνε κι άσε τον Στυμβάκωνα να λέει. Έχω και πουλαίν φοβερά: Γουσταύος ο υπομείων, Σάββας ο ντουνεκές, Πέτες ο κεκές, Λαμπινού η μαία. Φυσικά, ίδρυσα το πρώτον «Κλάουδ» που επεφάνη ποτέ, ήτοι τράπεζαν πληροφοριών και διαδικτύου, φροντίζων να αποκρύπτω εγκαίρως από πάντας, τι σκατά εσήμαινεν αυτό το Κλάουδ της Μικράς Σοφτείας και ο εξ αυτής κλαουδισμός.