Σχοινούσα
28-09-2020

Το νησί ήταν πολύ μικρό.

Πολύ μικρό Κυκλαδίτικο νησί σήμαινε περί το 1983, τόπο χωρίς ρεύμα.

Πιθανώς να υπήρχαν κάποιες γεννήτριες.

Μας έβγαλε το «Μιαούλης» δύο τα μεσάνυχτα.

Λιμάνι δεν υπήρχε ήρθαν κάτι βάρκες.

Σαβουρντιστήκαμε νυσταγμένοι και αρμυροί απο το αγέρι της θάλασσας μετά τόσες ώρες ταξίδι απ’ τον Πειραιά.

Πόσες;

Άπειρες.

Με σύζυγο και παρέα κι ένα παιδί δύο χρονών στην αγκαλιά.

Ένα καφενείο όλο κι όλο στο ημίφως.

Βρήκαμε την αμμουδιά αμέσως.

Μύριζε εκείνη η θαλασσίλα η ιωδιούχα, ήσυχη σα λίμνη ήταν θυμάμαι.

Βάλαμε τα σακίδια προσκέφαλο ο ουρανός από πάνω γεμάτος εκρήξεις άστρων σε σχηματισμούς.

Το στερέωμα ασήμιζε απόκοσμο.

Σήκωσα το κεφάλι δεξιά αριστερά.

Απέραντη αμμουδιά κι ένα μόνο δέντρο.

Μικρό αρμυρίκι ήταν το κατάλαβα με το χάραμα.

Μια σταλιά.

Όλο το άλλο πεντάρφανο από πρασινάδα.

Πέταξα τα ρούχα μου.

Αυτή η αίσθηση του δροσερού νερού σ’ όλο το κορμί το ξημέρωμα με ξεπερνάει πάντα.

Με στέλνει αλλού.

Σε άλλους πλανήτες με σχήματα μήτρας, με υπόκωφους θορύβους νερών που κινούνται γύρω και μέσα στο σχήμα μου.

Βγήκα βρεγμένη και πεινασμένη.

Στη μύτη μου έφτανε μυρωδιά φρέσκου ψωμιού.

Πήγαινα και μύριζα.

Ούτε ψυχή να ρωτήσω που είναι το φουρνάρικο.

Έφτασα γρήγορα.

Όλα κοντινά ήταν εξ άλλου εκεί.

Ο φούρναρης ήταν ο Κουασιμόδος όχι των Παρισίων μα της Παναγιάς της Κυκλαδίτισσας.

Αφάνα μαλλί, κακομούτσουνος, κοντός στραβοκάνης.

Με κοίταζε κάτω απ’ τα φρύδια του, με ζύγισε.

Και ξαναγύρισε στον αναμμένο φούρνο του.

Έψαχνα να βρω με τι τον είχε ανάψει.

Ρεύμα δεν υπήρχε.

Ξύλα ούτε για δείγμα.

Μετά είδα κάτι τεράστιους ξερούς θάμνους σαν αυτούς που έβλεπα στα γουέστερν σπαγγέτι μικρή να τους κατατρακυλάει ο άνεμος στη έρημο της Σονόρα.

Θεέ και Κύριε σκέφτηκα.

Πως ν’ ανάψει ένας φούρνος μόνο με λίγους θάμνους τι να πρωτοψήσει;

Μετά είπα καλημέρα.

Άκουσα ένα μουγκρητό.

Ο Κουασιμόδος έφτυσε ένα «τι θες» μέσα απ’ τα δόντια του και με κοίταξε αδικαιολόγητα αγανακτισμένος.

-Έχει ψωμί;

Το είπα ψιθυρίζοντας.

Δεν το απόσωσα και με πήρε ο δαίμονας.

-Ψωμί; Δηλαδή κι εμείς τι κάνουμε απ’ τη νύχτα εδώ κοπέλα μου;

-Θέλω ένα… είπα για να τελειώνει το μαρτύριο κι έβαλα πάνω στον πάγκο του το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών που κρατούσα.

-Πάρτο πίσω …άκουσα να λέει.

-Πάρε το ψωμί και φύγε δε θέλω λεφτά.

-Πού νόμιζες οτι ήρθες; σε τράπεζα;

Το πήρα.

Μου έκαιγε τα χέρια.

Το τύλιξα στη μαντήλα μου.

Με τη μυρωδιά και την ζεστασιά του κατέβηκα στην παραλία.

Πήγα κάτω απ’ το μοναδικό αρμυρίκι και κάθισα.

Ήταν ζυμωτό, βαρύ ψωμί, γεμάτο, με κόρα τραγανή και μυρωδιά από ξύλο.

Χτυπούσε τον ουρανίσκο μου η γλύκα, η κόρα του θρυμματιζόταν ανάμεσα στα δόντια μου κι ακουγόταν το κριτσάνισμα στ’ αυτιά μου.

Ζούσα ένα μικρό θαύμα.

Αυτός ο άτιμος, ο άσχημος, ο αγενής τόχε ζυμώσει και ψήσει υπέροχα.

Με ξύπνησε ο θόρυβος από τσεκούρι την άλλη μέρα το πρωί.

Κοίταξα γύρω.

Το ένα και μοναδικό αρμυρίκι σ’ όλο το νησί είχε κοπεί απ’ τη ρίζα.

Τον είδα να το σέρνει ανηφορίζοντας προς τον φούρνο.

Το «Μιαούλης»  είχε φέρει οκτώ στόματα που έπρεπε να τα ταϊσει ο άτιμος.

Τι να έκανε;