Rene Magritte, La Fleche De Zenon
Συνωστισμός ανείπωτων
23-08-2019

Εδώ και κάποια χρόνια βουτάω στη θάλασσα με μια κοτρόνα δεμένη πάνω μου. Πάτο δεν πιάνω, ούτε και στον αφρό μένω όμως. Την συνήθισα, με συνήθισε. Προχτές έβλεπα ορίζοντα θολό από τη ζέστη. Παραδίπλα ένα κορίτσι έβαζε αντηλιακό μόνη της. Το αγόρι ξαπλωμένο μπρούμυτα διάβαζε ένα βιβλίο. Ήθελα να πετάξω την κοτρόνα μου πάνω του αλλά κιότεψα. Κι άλλωστε πάλι σε μένα θα επέστρεφε. Πιστό σκυλί. Σαν αυτά που σου γλείφουν τα σωθικά. Δεν είναι δικό μου αυτό. Με δανεικές λέξεις καμιά φορά λες πράγματα με άλλοθι. Αλλά κυρίως δεν λες. Ένα γράφεις, δέκα σκέφτεσαι, εκατό μένουν απ’ έξω. Συνωστισμός ανείπωτων. Πάντως, αυτό θέλω να το γράψω, δεν αφήνουν κορίτσια να βάζουν πάνω τους αντηλιακά με τα δικά τους χέρια. Δηλαδή, ήθελα να του πω, πιάσε και ξεφύλλισέ την ηλίθιε, το βιβλίο εκεί θα είναι και αύριο και μεθαύριο και σε δέκα χρόνια. Αλλά λόγος δεν μου ‘πεφτε. Δικά του τα χέρια. Έβγαλε κι άλλη ζέστη μετά. Κάπου κάποτε διάβασα ότι λιώνουν και πέτρες από ζέστη. Η δικιά μου είναι άλλης ράτσας. Πώς, πότε συναντηθήκαμε δεν ξέρω. Ένα χαλικάκι ήταν στην αρχή, δεν του ‘δωσα σημασία. Βρήκε καλό ξενιστή, θέριεψε. Ζηλεύω τους ανθρώπους που βουτάνε στη θάλασσα ορφανοί από κοτρόνες. Ή, έστω, τις αφήνουν έξω, δεμένες με ένα λουρί στο πόδι της ξαπλώστρας, μη τυχόν και φύγουν από το αφεντικό τους. Το κορίτσι φοράει τεράστια μαύρα γυαλιά, έχει γυρίσει προς το μέρος μου. Ελπίζω η κοτρόνα μου να είναι αόρατη. Μια φορά, μια έστω, δεν λαχτάρησε να κάνει μια βουτιά μονάχη της. Ή να κάτσει να γράψει δέκα αράδες αυτή, “εδώ και κάποια χρόνια βουτάω στη θάλασσα με έναν άνθρωπο δεμένο πάνω μου”.

Ετικέτες: θάλασσα