Ο κύριος και η κυρία Χατζοπούλου, οι δύο κορες των, μία συγγενής των με την δική της κορούλα, η μήτηρ και ο αδελφός μου, εγώ και ο αφανής πατέρας μου που βγάζει την φωτογραφία. Τοποθεσία, Ωρεοί Ευβοίας, παραθαλάσσιο εστιατόριο, καθ΄οδόν από λουτρά Αιδηψού προς την Ιστιαία. Έτος 1962. Η φωτογραφία υπάρχει, αλλά βρίσκεται σε ένα αρχείο με μερικές ακόμη ανεπίγνωστες χιλιάδες και για να τη βρω, θα περάσουν μερικές ώρες που δεν διαθέτω. Απεναντίας, εύκολα βρήκα το αυτοκίνητο, Τάουνους 12, μοντέλο 1961, του κυρίου Χατζόπουλου, χρώματος λευκού με κίτρινο, με το οποίο διεπράχθη η εκδρομή. Με φιλική έκπτωση σωμάτων και στέρηση αναπνοών, χώρεσε τους ως άνω μνημονευομένους ανθρώπους. Με το ζόρι χωρούσαν έξι άτομα και ήμεσθεν δέκα, ακατέβατοι. Αλλά η απελθούσα δεκαετία συγχωρούσε τον συνωστισμό.
Ενώ συνέγραφα και θαύμαζα τες χωρητικότητες, αναθυμούμενος την μυρωδιά του νέου αυτοκινήτου, καπάκι επέπεσε επί των λογισμών μου ένα άλλο αυτοκίνητο, που χρησιμοποιήθηκε αλλού και άλλοτε. Συγκεκριμένα, ήμεσθεν στον Βόλο ημέρας τινάς μετά την εκδρομήν και ο πατήρ μου θυμήθηκε πως ο Βόλος δεν ήτο μόνον τραινάκι και Αργώ και Αγριά, αλλά και πως ένας μαθητής του, απόφοιτος του έτους 1935, ζούσε στον Βόλο και ήτο σωφέρης στο αφεντικό μιας βιομηχανίας. Δεν ξέρω πως συνέβη, αλλά ήρθαν σε επαφή και έκλεισαν ραντεβού στην ταβέρνα «Τα Πευκάκια» έναντι του λιμένος.
Θυμάμαι πως φτάσαμε με ένα βαρκάκι. Στην ταβέρνα έπαιζε άχρι εξοντώσεως ένα τραγουδάκι που περιείχε τον στίχο «στα πευκάκια» και όταν το κοινό λιγοθυμούσε, ήβαζε ο ιδιοκτήτης ένα τούρκικο, με τίτλο «Τσάχπιν» που ήτο η αυθεντική βερσιόν του λαϊκού άσματος «Φύγε, φύγε» («έχω συνηθίσει/ να με τρώει η θλίψη/ κι αν σ΄αγάπησα/ξεγελάστηκα/ και την μοίρα μου καταράστηκα/ καταράστηκα»).
Ήρθε ο μαθητής με ένα Φίατ εξακοσαράκι, της εταιρείας, όχι το κλασικό, αλλά τύπου κάραβαν. Ήθελε να μας πάρει να γνωρίσουμε την οικογένειά του, αλλά υπήρχε ένα εμπόδιο: ήπρεπε να μεταφέρει την μητέρα του αφεντικού στην οικία της και μετά ήταν ελεύθερος. Φεύγοντας εμείς, είδαμε όντως μία ευγενή Δέσποινα με αβρή προφορά που περίμενε υπομονετικά στο πίσω κάθισμα. Ο μαθητής μας χώρεσε, τον εαυτό και και τέσσερα άτομα, εμάς στο φιατάκι. Η κοινωνία δεν έμοιαζε με την ιστορημένη στους σινεμάδες, όπου αλώνιζαν εύπορες πεθερές σαν την Τασσώ Καββαδία. Όχι. Ο Βόλος εκπροσωπούσε μια ιδεατή αταξική κοινωνία, όπου χωρούσαν και άλλες εμπειρίες: ο Καμπαφλής, το εστιατόριον του Μεταφτσή, το ουζερί «Η Ναυτιλία» και το επιβατηγόν πλοίο «Κύκνος» με την κύκνεια πλώρη του που εκτελούσε το ηρωικό δρομολόγιο Χαλκίς-Αιδηψός-Βόλος-Σποράδες και δεν ξέρω ποια άλλη.
Όπως η Αιδηψός δεν ήτον τα δελτία λουτροθεραπείας των γονέων μου, οι τρεις σεζόν που ζήσαμε εκεί, την πρώτη χρονιά άνω του κεραμιδόχροου ξενοδοχείου «Ηράκλειον» όπου είδα και φωτογραφία του Κωστή Παλαμά, αι «Θέρμαι Σύλλα», τότε ρημαδιό, τα ξενοδοχεία «Αύρα» και «Αίγλη» κι εμείς παραδίπλα στο «Μέγας Αλέξανδρος» και ένα σινεμά όπου είδαμε την «Στέλλα» και αρόδο η «Χριστίνα» του Ωνάση, ο Τσώρτσιλ και οι καλεσμένοι του να πίνουν κάτι στην «Αίγλη» και από τα μεγάφωνα η «Αθήνα» του Χατζιδάκι.
Το μαγαζάκι που επώλει γιγάντιες «καραμέλλες της πεθεράς» δεν επιθυμώ να μνημονεύσω επί πολύ. Μήτε τον ποδηλατά που ο πατέρας πήγε με τον αδελφάκο μου να του νοικιάσει ποδήλατο και εύχαρις ο ποδηλατάς είπε στον Γιαννάκη μας «είδες που σε προσέχει ο παπούς και σου νοικιάζει ποδήλατο;» και ο πατήρ μου εθυμώθη διότι ήτο μεγάλης ηλικίας αλλά πατήρ και όχι παππούς κι ας έκλεινε τα 53 εκείνον τον Σεπτέμβριο.
Ακόμη δεν είμαι βέβαιος εάν εκείνη η κοινωνία ήτο αταξική σινδών, αλλά μεταξική ούγια, είχε σίγουρα.