Τώρα που ο αέρας ξυρίζει και παγώνουν τα δάκρυα, όπως αρχές του 1989 που πήγαινα στο Κιουτσούκ Τσεκμετζέ και έχασα δυο μύτες από τον ψόφο, σκέφτηκα πως ήγγικεν η ώρα ο ενδιαφερόμενος να προμηθευτεί παρελθόν, να το πράξει.
Πρέπει ο αήρ να είναι ψυχοκτόνος και ατλαζένιος. Και να είναι στα τελευταία του, επειδή επίκειται ένας Φεβρουάριος με παράδοξη θαλπωρή και κυνηγάμε σαλιγκάρια με φακό και μερικά σερπετά ξυπνάνε, όπως η σαλαμάντρα με τα κίτρινα γκιρντάνια και το φιδάκι η σαΐτα που μοιάζει με δράκαινα και βλέπεις τις πρώτες χελώνες τουμπαρισμένες και κάτασπρες από το ψήσιμο καθώς οι πρόσφυγγοι μεταξύ Μπαλκάν και Βίτοσα τις μαγειρεύουν για γρήγορο προσφάι, κι αυτό γίνεται έτη πολλά, άλλά εσάς σας νοιάζουν τα αναδρομικά και τη βγάζετε με μισή σοκοφρέτα.
Και πρώτον αρχίζεις να ποθείς το παρελθόν, ωσάν εκμυστήρευση κουμανόβλαχου προς τουμπουρλίκα, αλλ΄όχι παρθενώνας και αξιοποίησιν εμβάτου και ολίγα δεινοσαυρικά και δεινοκρατικά, παρά κυνηγάς να δεις άπαξ στη ζωή σου ερείπια κατοικιών πέριξ τειχογυρίσματος. Προς τούτο, χρειάζεται φως και μόνον φως, πλην παροδικό και όχι βαλτωμένο σε φαγάδικο με σοροπιαστά.
Τραβάς όθεν μια παρατήρηση στον γούγλημάπα, όπου διακρίνεται αρχαίο τετράπλευρο ή τρίγωνο καστροπελέκητο από αυτά που λέγουν ακόμη και οι γότθοι βανδαλικά. Μετά, διαλέγεις κατάλληλο τόπο και ώρα.
Πας και παλουκώνεσαι στο θέαμα, κρατώντας τον μεσημβρινόν αέρα. Ο ήλιος γέρνει και έχεις όχι περισσότερα από τρία λεπτά. Και τότε, πάνω στην προθεσμία, οι πέτρες και τα βράχια λαλούνε, οι σκιές στρεβλώνουν και βλέπεις εμβρόντητος πάντα τοίχον και πάσα λεπτομέρεια των τοιχοδομών, δωμάτια βλέπεις χορτοσκεπή και ωρεία και χωμάτινα δάπεδα κεντημένα με νεράκι στολιστό και ξάφνουν φεύγουν όλα στο αφύσικο σκοτάδι, αλλά εσύ πλέον ξέρεις τι έψαχνες και ψάχνεις και θα ψάχνεις.
Μετά, κάνεις παραδομένες εξαπανέκαθεν κέλτικες κινήσεις, όχι της Νετφλίξας τες αηδίες, συλλέγεις την μνήμην και αυτή κρατάει πολύ. Καλού κακού, κράτησον τηγανάκι στο ζωνάρι σου, να κοπανήσεις κατά κόρρης όποιονε και όντινα φωνάξει «Δεινοκράτ, δεινοκράτ» και το πάρουν χαμπάρι οι αλαφροΐσκιωτοι Γήπαιδες και ψαχνόμαστε ανάμεσα στους νεκρούς του Μπόινγκ.