Μετά το πρώτο κρύο του Μαρτίου, μη ένεσαι αράθυμος. Είναι ώρα για απλές συνταγές.
Οι οβριές ή αβρωνιές είναι λόγχες κατακόρυφες σε πράσινα λιβάδια, πολλές στην Κέρκυρα, αλλά σπανίως λείπουν από αλλού. Υπάρχουν ελεύθερες μήνα Μάρτη και στον ξανθόν Απρίλη γίνονται ωσάν σπάγγοι ταχυδρομείου, πολύ πρωί με την Ανατολή, ξαπλώνεις στο παχύ χορτάρι και βλέπεις κατάματα τον ήλιο. Διακρίνονται ωσάν βεργολυγερό παράστημα νύμφης παινεμένης. Τις κόπτεις σε ντανίτσες των δέκα και φτιάχνεις με την πρώτη δεκάδα την πρώτη άξια λόγου φλουτάγια της άνοιξης. Γεύεσαι το πιο συναρπαστικό πικρό βλαστάρι της ζωής σου. Ό,τι άλλο μάζεψες το στοιχίζεις σε δεκάδες και το φυλάς σε σακουλάκι στην κατάψυξη.
Στη πρώτη θερμή νύχτα, ασέληνη, με ψιλόβροχο, σε πεδιάδες και παρά δήμον ρεμματιών εν θάμνοις ξυπνάνε τα σαλιγκάρια (τρίχρονα και τετράχρονα, όχι από τα ριγέ κρητικά που τα λένε χοχλιούς και μπούμπουρα-κούμπουρα (άστους να οργανώνουν λαδερά κρέατα και την αλόη ωσάν σε μεξικάνικη πάμπα) και τα μαζεύεις σε σακκούλι. Τα φυλάεις σε καλάθι κρεμασμένο με καπάκι τέντζερη επάνω και βάρος πεντάκιλο, αλλοιώς θα ξυπνάς το βράδυ επειδή επαναστατούν και κρύβονται. Περιμένεις μέρες δύο, ώστε να βγάλουν το άσπρο σκατό και άλλες δύο μέρες ταϊζεις ό,τι ανθίζει σε γλάστρα ή κρεββατίνα. Μετά τα ζεματάς ώστε να τρυπιούνται με οδοντογλυφίδα, τα βγάζεις από το καύκαλο και πετάς το ελικοειδές κατάμαυρο και κατάπικρο εντεράκι. Μαρινάρεις με σκόρδο πολύ και γλυκολέμονο, προσθέτεις κρεμμύδι και είτε τα χώνεις για λίγο σε κάρβουνο, είτε κατσαρολιστά.
Καβούρια καλά έχει Ελλήσποντο και θάλασσα της Προποντίδας, Ερεγλή και Τεκήρδαγ και απέναντι στα Μουδανιά. Τα μικρά ανοιξέ τα σαν γυναικείο πορτοφολάκι και φάγε τα ωμά. Μη τα κρατάς στην κατάψυξη, διότι και μετά έξι μήνες ζωντανεύουν και κρύβονται σε σκοτεινές γωνίες.
Μικρά χταποδάκια που ξενερίζουν τέτοια εποχή στα πόδια της Χαλκιδικής, βγάζε μόνον το ράμφος και μη τα καταρίζεις. Τρίψε ένα-δύο φλιτζάνια πευκοβελόνες να γίνουν σκόνη και τα πασαλείβεις όπως χαϊδεύουμε κυρά τιμημένη και έπειτα, τα πλένεις με κρασί που ξύνισε ώσπου να γλυκάνει το μαρινάρισμα όπως Εκείνης. Τα τρως ωμά και μυρισμένα.