Στην Τεργέστη, ο Καποδίστριας μπαίνοντας στο καράβι για να έρτει στην Ελλάδα να την κυβερνήσει, εγλύστρησε και έσπασε τον σβέρκο του. Εγένετο κηδεία μεγάλη και ξόδι και μεγάλη θρηνωδία.
Αύθις οι Άγγλοι εζήτησαν να κυβερνήσει ο Μαυρογορδάτος και τότε ηκούσθη το περιβόητον υπό του γέροντος Καρατάσιου «μπε άμα ήτελα φαντασμένον, καθόμουνα και στον Αμπού Λοπούτ». Ο Κολοκοτρώνης έκλινεν υπέρ του εχθρού του, Κουντουριώτου και οι Πελοποννήσιοι, προσκαίρως σκεφθέντες απετίμησαν την κατάστασιν διά του ρητού «κάλλιο ο κυβερνήτης να ξεύρει τον Μοριάν κι ας τον έχει κάψει, παρά να ξέρει τον βάλτον και να μη έχει βουλιάξει».
Εγένετο κυβερνήτης ο Κουντουριώτης, την επαύριον λαβών παρά των Μανιατών δεινόν αποθαρρόν περιέχονταν την μετονομασίαν του Πετρόμπεη ως βαρώνου της Άκοβας και του Πασσαβέως, και την διδαχήν «έπαρε τον πούλον και τον γκώλον σου από την γαρέκλαν, αρβανιτόριζα και άφκε τους Μανιάτας ασυδότους». Ο Κουντουριώτης, φρονίμως ποιών, δεν αντέδρασεν, ψελλίσας τινα συναδελφωτικά την Γενική συνελέυσει των προκρίτων, αποτελουμένην εξ ολοκλήρου εκ μισθωτών του γενικού λουφέ.
Δι΄ό και ο Πετρομπαρών, ήλθεν εις επαφήν με τους Φραντσέζους και το ασκέρι των και εζήτησε την υψηλήν προστασίαν των Βουρβώνων, η οποία αυθωρεί του εδόθη, κηρυχθείσης της φρανκοφώνου νησιωτικής Αροντισεμάνδης, περιλαμβανούσης την Κόρσικα συν την Μάνην και διεκδικούσης Επτάνησον, Κρήτην, Πάργαν και Ραγούζαν, όταν και όποτε ήθελον ελευθερωθεί. Μάνισαν οι Εγγλέζοι και προσήρτησαν την Επτάνησον τη νεοσυσταθείση προτεκτούρα Μεντιτεράνεαν, μαζή με τας Γιβραλτάρας, τας Μάλτας και άλλας ωραίας γωνίας της εσωτερικής θαλάσσης.
Ο Κουντουριώτης αντέδρασεν ηπίως, θεωρών ότι οι Υδραίοι και οι απόδημοι θα κατέκτων τας καρδίας των ρουμελιωτών, πλήν ο Κωλέττης, βαρέως φέρων την δημιουργίαν της Αροντισεμάνδης, μετεστράφη και έσυρεν Σουλιώτας, Ηπειρώτας, Μακεδόνας και Βουργάρους εις το άρμα του Βελεστινλή, υπερασπίζων, μόνος αυτός, την συμπάγειαν όλων των λαών της Στερεάς, από Βλαχίας έως Μποσνιάκων, παίζων και εμπαίζων Ρώσους, Νέμιτζους και μετριοπαθείς τινάς πασάδες και μουτεσαρίφηδες.
Ούτω, κατά την συνθήκην του Λονδίνου, του Ιουλίου 1834, εν αγαστή συμπνοία, η Ευρώπη απεδέχθη τέσσερα ελληνόφωνα κρατίδια. Την Γαλλόπνευστον Αροντισεμάνδην, την επίπλαστον Προτεκτούραν των Εγγλέζων, την Κουντουριωτικήν Απολειφάδαν πέριξ των λειψάνων του Δανείου, και την Κωλεττικήν Χαρτορήγα, άνευ συνόρων προσώρας, αλλά με ισχυράν εύνοιαν των κεντρικών δυνάμεων.
Η κατάστασις υπέστη μεταβολήν ποιαν, δια της ανακηρύξεως της πόλεως των Αθηνών ως αυτονόμου, υπό του στρατηγού Μακρυγιάννη. Περί το 1851, τα τέσσερα κρατίδια και η πόλις, παρέστησαν δια πρέσβεων και εντεταλμένων, εις την έκθεσιν του Κρύσταλ Πάλας εν τη Αλβιόνι, εκμαιεύσαντες τας αρίστας των εντυπώσεων.
Η ριγώσα τριακονταετία
Ο όρος είναι του Θωμά Φιτζπάτρικ Γαρδικιώτη, του πρώτου ιστορικού που αποπειράθηκε να συνθέσει ενιαία ιστορία των ελληνοφώνων κρατών στο μνημειώδες έργο του Ιστορικά των Γραικών (πρώτη έκδοση 1882).
Ο Γαρδικιώτης θεωρεί κομβική χρονολογία την νίκη των Αγγλογάλλων στην Κριμαία (1851) επειδή τότε τόσον η Αροντισεμάνα και η Προτεκτούρα όσον και η Χαρτορήγα συμμετείχαν ενεργώς εις τας επιχειρήσεις πλήν εις αντίπαλα στρατόπεδα. Θεωρεί ιστορικό παράδοξο την ανυπαρξία κοινής εκστρατείας του σώματος Καπέτη των Επτανησίων και του συντάγματος Λιμενίου των Μανιατών, τα οποία διέπρεψαν εναντίον των Ρώσων μετά την συντριβήν της ελαφράς ταξιαρχίας.
Η ρωσική ήττα μετριάστηκε μόνον χάρη στην λυσσώδη και επιτυχή άμυνα του Ταϊγανίου από τους διαβοήτους φουστανελλάδες του Μπακόλα και του Φέστα, τη συνδρομή Μολδαβών, Εζεριτών, Κοζάκων και ενόπλων καλογήρων της ευρυτέρας Τρανσυλβανίας.
Η υψηλή Πύλη, ορθώς κρίνασα τας συγκυρίας, ερρίφθη εις τας αγκάλας των ανερχομένων Πρώσσων και της ανανηψάσης Αυστροουγγαρίας, ορίσασα τας εν Ευρώπη κτήσεις της ως «χάσι της Τουρκομπαρόκας» και διατηρήσασα το Χαλιφάτον εις τας ασιατικάς της εκτάσεις. Η Τουρκομπαρόκα (1858) υπήρξεν υβρίδιον της μετέπειτα διαμορφώσεως της Μεγάλης Γερμανίας (1880) και την απετέλουν δεκάξι Ηγεμονίες, με ανεξίθρησκον Σύνταγμα, χριστιανούς ηγεμόνας και πολυγλωσσίαν, επιτρεπομένης της πολυγαμίας εις άπαντας τους υπηκόους, για να περιορισθώμεν εις χαρακτηριστικόν δείγμα κοινωνικής οσμώσεως.
Οι Ηγεμονίες (Τρανσίλβα, Μολντάου,Μπασαράβα, Ρουμάνσκαγια, Πρεσθλάβα, Σρμπσκα, Μποσνιακλού, Ζαϊμέτιον Τρακατρουκαλήδων, Καμπανία, Βλάχου, Κουτμιτζιβίτζα, Άγραφα, Κοσουβα-Μαναστίρια, Βολερόν, Πρέσπαι και Σελανίκ) ενήσκησαν τοσαύτης μορφής ανταγωνισμόν, ώστε οι οθωμανοί εθεωρούντο τα μόνα συνεκτικά στοιχεία των κοινωνιών εκείνων και προετιμώντο εν πάσι τους δημοσίοις λειτουργήμασι.
Ο Κωλέττης ανεδείχθη Οσποδάρος Αγράφων, και έως του διαδόχου του Μπακόλα, υιού του Γώγου, η Χαρτορήγα εκυριάρχει ως πολιτικόν κίνημα εις δώδεκα Ηγεμονίας, των υπολοίπων τεσσάρων υπό φιλικήν ουδετερότητα.
Η μεταστροφή του Διβανίου, μετέστρεψεν το παγκόσμιον κλίμα υπερ του σουλτάνου Αβδούλ «κασκαβαλ» Γαζή Κιοπρουλή, με άμεσον αποτέλεσμα την αβίαστον εξάπλωσιν των Οθωμανών άχρι Ινδιών και Σαμαρκάνδης, τη αμερίστω βοηθεία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η δε Ρωσία έκτοτε εστράφη προς την Σκανδιναβίαν και την Σιβηρίαν, διαπρέψασα.
Αλβανοί και Δαλματοί προσεχώρησαν εις την Αροντισεμάνα, ενώ η βασίλισσα Βικτωρία είδεν τας βρεττανικάς σημαίας εις Σικελίαν, Νάπουλαν, Αίγυπτον, Τούνεζι και Μπαρμπαριά.
Εκ των Δυνάμεων, η νέα Γερμανία ώρισεν την Ρώμην ως αιώνιον πολιτιστικήν της πρωτεύουσαν, η Βρεττανία ηνώθη μετά των Κάτω Χωρών, ενώ η γεραρά Γαλλία ενεπνεύσθη από τας λατινικάς της ρίζας και εκκίνησεν την καταστροφήν της Ιβηρικής χερσονήσου, οδηγήσασα εαυτήν εις την λεγομένην φρανκοφωνίαν του Αμαζονίου. Ευνοϊκαί συνθήκαι εξαιτίας συνθηκών υπέρ της αναγνωρίσεως του Μακάο, του Χόνγκ-Χονγκ, της Ζανζιβάρης και του Λος Άντζελες ως διεθνών πόλεων του εμπορίου και της βιομηχανίας, έφερον τας Αθήνας εις την επίζηλον θέσιν του μόνου εν Ευρώπη ελευθέρου αστυκέντρου, θέσις επικυρωθείσα εις παρεπόμενα άρθρα της συνθήκης της Φερράρεν (1863) προεξοφλουμένη άλλωστε ένεκα της παραχωρήσεως του επινείου του Πειραιώς εις την πόλιν, επειδή οι Μανιάται δεν έδειχναν ενδιαφέρον μετοικήσεως αυτόθι, απορροφηθέντες εις τους λιμένας της Μασσαλίας, της Ραγούζης, και εγκατασταθέντες μαζικώς εις Φλώριδα.
Η εποίκησις ολοκληρώθη ιδία ότε η παλαιά πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών Γεωργία μετονομάσθη εις Μανιάτικα, χάρις εις την γενναιότητα των Μανιατών πολεμιστών, οι οποίοι εξόντωσαν τον στρατηγόν Οδυσσέα Γκράντ εις την μάχην των Τριών Αντισκήνων της Μοϊκανής γραίας (μοχοκσκρού θρίτεντ βάλι), γεγονός που επέφερεν την αυτοκτονίαν του προέδρου Λίνκολν και την επαναφοράν του θεσμού της αειφόρου δουλείας από Μανιτόμπα έως τα ρείθρα του Παναμέως.
Η ριγώσα τριακονταετία, κατά τον Γαρδικιώτην, έληξεν περί τα τέλη του έτους 1880, ότε η Κουντουριωτική Απολειφάδα, επέλεξεν σημαίαν και όνομα διά αμφισβητηθέντος δημοψηφίσματος, προκρίνουσα τον χιαστόν λευκόν σταυρόν του Αγίου Ανδρέου επί γλαυκού κάμπου και το όνομα Δανόχωρα (παρά την ισχυράν προτίμησιν ήτις εδείχθη διά τα ονόματα Ελλάς, Ρωμάς, Κουντουρίτσα, Παμβώτις, Μυρμιδονία και Άρατος) προερχόμενον εκ του Δανειοχώρα.
Το γεγονός εξεμεταλλεύθη ο Δανικός βασιλικός οίκος και καταλλήλως προάγων την συγκριτικήν γλωσσολογίαν διά τηλεκατευθυνομένων επιστημονικών τεκμηρίων, επέβαλεν, και ουδείς αντέστη, την ανάρρησιν Γεωργίου του Α εις τον Δανοχωρικόν θρόνον, του Κουντουριώτου περιορισθέντος εις προτομήν εξηγούσαν ότι πρόκειται διά τον πρώτον κυβερνήτην της Δανοχώρας.
Ως δώρον αναρρήσεως αι Δυνάμεις παρεχώρησαν την χώρα το έλαιον τριάκοντα φαλαινών, ηγόρασαν δε δια το πορτοΛεόνε, ήτοι του Πειραιώς, αντίγραφον του λέοντος με τα ρουνικά σύμβολα, συνταγματικού πλέον θυρεού της νέας πολιτείας. Η καθεστωτική αλλαγή εν πολλοίς ερμηνεύει την αυστηράν ουδετερότητα της Δανόχωρας εις τα τεκταινόμενα της ριγώσης τριακονταετίας εις τα σύνορα της οποίας εκαίετο επιμόνως το πελεκούδι.
Τα επτάδυμα της διασποράς. Αναρίθμητα δράματα προκάλεσε η επί δεκαετίες διασπορά των γραικοφώνων στις ζώνες του ευρώ, του ταλίρου, τη λίρας και του οβολού. Μελέτες DNA απέδειξαν ότι πάμπολλοι διαπρύσιοι κήρυκες της ιδιοπροσωπείας και του ιδιωνύμου εκάστου συμπλέγματος λαοτήτων μεταξύ Κύπριτου και Παλέρμιτου οριζοντίως, αλλά και μεταξύ Πράγαζοφ και Γαύδουκας καθέτως είλκον κοινήν την καταγωγήν.
Η έγκριτος εβδομαδιαία αθηναϊκή Φωνή του Αίματος, που τυχαίως πλην αναρπάστως κυκλοφορεί ιδιολέκτως και εις τας τέσσαρας κρατικότητας (σπρουχτα ντερ μπλούντα εν Χαρτορήγα, των γαιμάτων ουρλιαχτός εν Αροντισεμάνδη, το εμα φοναζι στας Προτεκτούρας και laudeatis sagramilli εν Δανοχώρα) δημοσιεύει βυτία υλικού, δεικνύοντα αποκρουστικήν ομοιότητα, συνεγγίζουσα την ταύτισιν, χιλιάδων φαινομενικώς ασχέτων μεταξύ των υπάρξεων, λυσσωδώς αντιθέτων ενίοτε, οι οποίοι κατάγονται εκ του αυτού γονιδιακού καταποτίου.
Πρόσφατον και εντυπωσιακόν, η περίπτωσις των διαβοήτων επταδύμων της διασποράς, όπως πλέον ονομάζονται επτά γόνοι ενός Φέντια Μαξίμοβιτς, αποδήμου:
Ζεμφίρ Ουλουκτσόγλου, τέως δήμαρχος Ζέμουν, επόπτης κυκλοφορίας τραμ Έζιοβας, άπαξ ηθοποιός στο δημοφιλές τηλεοπτικό σίριαλ από την Σταμπούλ στην Καμπούλ, στον χαρακτηριστικό ρόλο του Χασάν Αντόνοφ, ηλιθίου. Είναι μέλος του εθνικιστικών τάσεων κόμματος της Λίγκας του Δούναβη που απεύχεται την απογερμανοποίησιν του Χαρτορηγικού κρατικού μηχανισμού.
Γκάργκαλας ο θείος, παυλικιανός μοναχός, αιρεσιάρχης, οπαδός της σάκρα γκριμάτσα (υποστηρίζουν μεταξύ άλλων την μόνιμη παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου για να μη τους πιάνουν οι ρουφιανοκάμερες). Ένα φεγγάρι κηπουρός στην μονή της Βεβαίας Ελπίδας ε Σακρ Κερ, στο μετόχιον του νησιδίου της Κίρκης δυτικώς της Μαγκναγκρέτσια, υποστηρίζει την διάλυσιν της Αροδισεμάνδης, και την ιταλοποίησιν της Αυσονικής χερσονήσου, κατηγορήσας τον Ουλουκτσόγλου ως γελοίο άθυρμα ξενοκινήτων ασέμνων κουνημάτων και ως Καρβέλωφ.
Όσιρις Σγδρούμπας Ζγκανιάτσας, με φιλολογικό ψευδώνυμο Στέφανος Βρανάς, λυρικός ποιητής και κοσμήτωρ των Ιατρικών Σχολών της περιφερείας Θετταλών της Δανόχωρας, υποκόμης Μακρακώμης και λάτρης Χαϊνεκενούχων αφεψημάτων, γνωστός για το έμμετρον κατά Γκαργκάλων έπος (έπαινος της Βασιλικής Εταιρείας Συγγραφέων) πρόεδρος της ΜΚΟ μήτρες χωρίς σύνορα, δίγαμος, άοσμος, με σεμνό προφίλ.
Σάκαβλος “Πυξλαξ” Αγυριώτης, θάνης Αγύρου, πολιτικώς Καταχθόνιος, ποιητής του πασίγνωστου χωρικού ύμνου της Προτεκτούρας Ιγγλιτέρα ιγγλιτέρα, ήσαι η μόνη μας μητέρα, πολύγαμος και άγαμος κατά ιλλιγιώδη εναλλαγήν, συγγραφέας μονογραφιών για Ντισραέλι, Πήττ, Μπέκαμ και Τζίμι Χόφφα, ασήμαντος, ασθενής, προσποιούμενος ευαισθησίαν ενώπιον φακού.
Σντράφκο Χαλήλ Βρυέννιος Αινόβαρβος, ο και μπαρμπούτης, πρόξενος της Σελανίκ παρά τω βοεβόδα της Οθωμανικής Φλάνδρας, φιλευρωπαίος, μεταφραστής των ομιλιών του Καικιλίου της Καρκασόν περί του εκ Ζιμπάμπουε κινδύνου, με πολλές φιλίες στην Ατίνα, κυκλωματικός, είρων, οπαδός του τιναμασπείσρεμαλάκακόμματος, εν μονίμω δυσμενεία.
Βαρβαγιάννης ο κεκές, ιδιοκτήτης γραικικής ταβέρνας εν Ατλάντα, φρανκόφιλος παρότι γεννηθείς εν Μάλτα, τρομοκρατών ρωμιούς τουρίστας διά γραικικών μορφασμών, ενώ κραυγάζει βεζήτε βλάχαροι, γκρέκος γουζμπόρν, γκρέκος τα πετάνο.
Μαστρογκέγκες ο Αθηναίος, με το διαβόητον είμαι και ο γαημώ ύφος. Φίλος του Σντράφκο, εχθρός του Όσιρι, συνεταίρος Ισπανών εμιγκρέδων, διανοούμενος ήκιστα εκτιμώμενος, σαράβαλο, μέθουας, έως λιάρδας.
[Γράφτηκε τον Δεκέμβριο 2007. Με την μορφή αυτή, φιλοξενήθηκε στο φύλλο της Κυριακής του Πάσχα στην “Μακεδονία”, στο πλαίσιο παρουσίασης κειμένων για το 1821, από την ΕΣΗΕΜΘ}