Ότι πιο όμορφο μου έτυχε φέτος το καλοκαίρι.
Μια πολύ ηλικιωμένη κυρία που μετά βίας μπορούσε να περπατήσει, μετέφερε ένα κουβαδάκι με νερό. Πέρα δώθε, πέρα δώθε ατέλειωτα δρομολόγια.
Που πάτε, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω της είπα μιας και κάθε βήμα της γινόταν με φανερή δυσκολία.
Εδώ παιδί μου είπε. Ποτίζω τις γλάστρες και τα παρτέρια γιατί κανείς δεν τα ποτίζει. Δεν έχουν λάστιχο και χρησιμοποιώ αυτό το κουβαδάκι γιατί δεν μπορώ να σηκώσω περισσότερο βάρος.
Την αγκάλιασα και της πήρα το κουβαδάκι απ’ τα χέρια, “Αφήστε με θα τα ποτίσω εγώ” – Όχι μου απάντησε ευγενικά. Εγώ στο σπίτι μου δεν έχω μέρος να βάλω λουλούδια, οπότε έρχομαι και φροντίζω αυτά. Μάλιστα εγώ τα φύτεψα μου έκανε με ζαβολιάρικο χαμόγελο.
Ξέρεις τι θέλω από σένα λεβέντη μου; Να πεις παιδί μου να ρίξουν λίγη κοπριά, τους λέω συνέχεια και αμελούν, βέβαια έχουν πολύ δουλειά στα γραφεία το καταλαβαίνω, αλλά τα λουλούδια χρειάζονται κοπριά.
Εγώ είχα συγκινηθεί πολύ και την ρώτησα αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο για να την βοηθήσω.
Να, μου είπε. Αν μπορείς να τους πεις εκεί στον δήμο, έχει στην παρατημένη παιδική χαρά λίγα λουλούδια και χρειάζονται νερό. Έχουν πάρει το λάστιχο και τα πόδια μου δεν αντέχουν να με πάνε μέχρι εκεί.
Την διαβεβαίωσα ότι το απόγευμα θα πάω εγώ με μπουκάλια να τα ποτίσω. Με ρώτησε ποιοι είναι ο γονείς μου, της είπα, μου χαμογέλασε, συνέχισε την αργή πορεία με το κουβαδάκι της, κι εγώ έφυγα για την δουλειά ξέροντας ότι σήμερα το πρωί κουβέντιασα με την καλοσύνη.