Η μνήμη μου εκτίει πενταετίες, σαν στρατιωτικός. Κάθε τόσο λοιπόν κλείνω βιβλία. Παρελθοντοκαυλίαση στοπ. Όλα τότε ήταν καλύτερα. -Όχι! -Οχιά!
Άνοιξα τον τόμο ’95-’00. Ή έτρεξα στην ενότητα “καλοκαίρια” αραιογραμμένο. Είδα κάτι βραδινά μπάνια με εφηβικά άσπρα εσώρουχα, κάτι χαμόγελα με κομμάτια καμμένo καλαμπόκι στα δόντια. Έτρωγα κλεμμένα καρπούζια με παρέα, τόσα, που όταν αργότερα διάβασα Μπατάιγ, τον είπα, γατάκι, τα βράδια πηδούσα φωτιές και θαρρώ δεν ήτανε τ’ Άη Γιάννη. Μια κόκκινη κόντακ με φιλμ 36αρι. Φόβος να μην πάρει φως, ευχή να έχει δυο μπόνους στάσεις. Βιντεοκασέτες. Μακαρονάδες φούρνου, τύπου πίτσας.
Σήμερα το κεφάλι μου έκανε μοντάζ. Αν έκλεινα τα μάτια μου τώρα τι θα έμενε. Σίγουρα ένα φιλί με γεύση κάνναβης που μου έκαψε την ψυχή και τη γλώσσα, τη φωνή του Φραγκούλη μέσα στη νύχτα, που έμπαινε από τα παράθυρα του νοσοκομείου που είχε πέσει σε κώμα ο πατέρας, τη φρεσκάδα των ρούχων της μαμάς, που φοράω ακόμα και σήμερα στα κρυφά, την αδερφή μου πανέμορφη με σγουρά μαλλιά και κατάλευκα δόντια, μέσα σε ένα φέρυ μποτ, τη μυρωδιά από το αίμα μου την ώρα που γεννούσα, τη γεύση μιας γεμάτης κουταλιάς αχινούς και κάποιον που κρατούσε την καρδιά μου και είπε “είσαι όμορφη εδώ μέσα”.
Κοίταξα πάλι το βιβλίο. Είχαμε κοιμηθεί στη θάλασσα δίπλα στη φωτιά.