Στον αστερισμό των ορνίθων
14-05-2020

Η μέρα αρχίζει στις 5 το πρωί με τα κοτσύφια και τα βογγητά περιστεριών και συνεχίζεται με παπαγάλους. Πρώτα ακούγεται ο αρχηγός κότσυφας να τρέπει σε φυγή τη νύχτα με δυο τρεις προειδοποιητικούς τριλιρίβους. Ο μεγάλος οργανοπαίχτης ξυπνάει και ανοίγει τους διακόπτες των ανθρώπινων θορύβων. Μια δεκαοχτούρα δοκιμάζεται στο ρόλο ασθματικού φαγκότου στο μπάσο κοντίνουο. Δεύτερο κοτσύφι επεκτείνει στο άπειρο τα ήδη άφαντα σύνορα ενός απέραντου μουσικού συνεχούς. Στα φτερά ενός τραγουδιού που δεν έχει ανάγκη από συνθέτη, ταξιδεύει το φάντασμα του παπαγάλου μου. Έρχεται καθώς ξυπνώ στον τέταρτο όροφο συνείδησης της πανδημίας. Είναι πολυώροφη αυτή η συνείδηση. Εδώ και δυο μήνες, κάθε εγρήγορση μονοπωλείται από τους οδυνηρούς αναβαθμούς συνείδησης της πανδημίας COVID-19. Έρχεται να καταθέσει ασφαλή παρηγορική πρόνοια ανιδιοτελώς. Ξέρει τι τραβάω και δείχνει κατανόηση απέραντη. Ήρθε και σήμερα, αίσιος οιωνός, πολυάσχολος, εργώδης, κουτσομπόλης. Πρώτα μου πάσαρε λίγα αποφθέγματα, καρπό της επικαιρότητας αλλά και εμπειρίας αιώνων παπαγαλίας:

Αποφθέγματα του παπαγάλου ή και Παρακαταθήκες παπαγάλου (αναλόγως):

Για τον κορονοϊό SARSCoV-2: «Όπως και της ανοησίας, άγνωστο το βάθος της ανοσίας».

Για τη Βιβλιοθήκη: «Η συγκρότηση μιας βιβλιοθήκης είναι επιστήμη. Η διάλυση, δοξασία».

Για την αγωνιστική κοινωνική απόσταση: «Δώσαμε αγώνα αγκώνα με αγκώνα».

Για τον ρατσισμό της ηλικίας: «Ποιητική αδεία, δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Κοινωνική αδεία, ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα».

Για τον άνθρωπο και τη λογοτεχνία: «Κάλλιο άγραφη σελίδα, παρά ανθρώπινος χαρακτήρας».

Θαύμασα την επιγραμματικότητα. Σα να ήθελε να με προσγειώσει, πρόσθεσε απότομα: «Αποσύρεται ο Λούλης, επελαύνει η Λέχου». Και ύστερα, ξαφνικά, «Το θέμα χρειάζεται επεξεργασία. Πάμε να περπατήσουμε». Το «περπατήσουμε» το χρησιμοποιεί φιλοφρονητικά. Και οι δυο μας γνωρίζουμε πως δεν είμαστε συνηθισμένο θέαμα ασκόπως περιφερομένου ζεύγους ή για Β6. Τα επιβατηγά μας μέσα διαθέτουν πολλά ποδάρια, ακούνε σε ονόματα τύπου Πήγασος, πηγάζουν από τα ψυχικά βάθη βετεράνων της φαντασίας και δεν ορρωδούν προ ουδεμιάς πανδημίας. Ωστόσο εξακολουθώ να αισθάνομαι τη φτερωτή εγγύτητα του φαντάσματός του σαν εκείνη τη στενόχωρη, λιγάκι απειλητικά υπεροπτική αύρα ξένης ιδιοκτησίας —συμψηφισμό πολλών μικρολεπτομερειών, που πνιγηρά αναδίδουν χώροι παροδικά εκχωρημένοι σε εφήμερους χρήστες. Σα να το ‘σκασε από την ασφυκτική λογοτεχνική νομιμότητα μέσα από μια χαραμάδα το φάντασμα αυτό. Χωρίς βεβαίωση κατ’ εξαίρεση σκόπιμης μετακίνησης. Για να με συναντήσει στην ελευθεροκοινωνία της επισφαλούς ώας ενός λογοτεχνικού καθεστώτος όπου παρασιτικές προνύμφες πειρατεύουν με τις μυτερές προβοσκιδούλες τους ξένα φιξιονικά κόλλυβα. Τι άλλο να πω για να τον υποστηρίξω; Η υπέρλογη παρουσία του δίπλα μου συνοδεύεται από αδιόρατο πτερυγισμό. Ένα ελάχιστο ηχητικό απόσταγμα εκείνης της παρατεταμένης καρδιακής εκτακτοσυστολής του ορχηστρικού γίγαντα που εκδηλώνεται με την πνιχτή διογκούμενη διαμαρτυρία των τυμπάνων και λοιπών κρουστών περίπου στο δέκατο λεπτό του πέμπτου και τελευταίου μέρους της Δεύτερης Συμφωνίας του Μάλερ. Εκεί όμως, στη Συμφωνία αυτή, όπου (όπως και στη Σονάτα σε σι ελάσσονα του Λιστ) εκ των υστέρων βλέπω σαν σε αστραπή εγκαψιδιωμένο το γενετικό υλικό μου μαζί με τις τύχες του στο χωροχρόνο των μεταμορφώσεων, ακολουθεί η πυρηνική σχάση της μεταστοιχείωσης της ύλης από ζωή σε θάνατο και, κυρίως, σε ανάσταση των σωμάτων. Εκεί ο Μάλερ προετοιμάζει όπως μπορεί ένα άρρητο υπερφυσικό φαινόμενο που θα λάβει χώρα έστω για λόγους τεχνικής οικονομίας της έμπνευσης. Φαινόμενο που δοκιμάζει και την επιτελεστικότερη ποιητική φαντασία. Στην περίπτωσή μας, τι είδος επιτελεστικής φαντασίας είναι δυνατόν να διαθέτει ένα πεζότατο φάντασμα κάποιου τυχαίου ατόμου επήλυδα παπαγάλου με έστω κάποιες «ειδικές δεξιότητες» (ΤΣΙΟΔΡΑΣ, 2020); Τί είναι δυνατόν να προετοιμάζουν τα αινιγματικά του μισόλογα , η ηθοποιία των επιτονισμών του; «Δε γνωρίζω κανέναν Λούλη και καμιά Λέχου» διευκρινίζω με τόνο όσο μπορώ πιο αντικειμενικό, αποφεύγοντας εκφορές που θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν τον αόρατο συνομιλητή μου σε παραπλανητικούς συμπερασμούς του τύπου «δε γνωρίζω ίσον περιφρονώ». Βρισκόμαστε στο ύψος του Άλσους και πάλι, στο κατακάθι πηχτής νοσταλγίας καταποντισμένων ιδανικών μαγικών πολιτειών. Απέναντι από το επίμονο φάντασμα μουσειακών τύπων ανθεκτικής αστικής ψυχαγωγίας, το Θέατρο Παρκ. Ηρεμούν εκεί, στη νεκρική διάκριση των βυθών, μελωδικά ναυάγια. Κάποτε, παρασυρμένα από τυχαία ψηφιακά ρεύματα ανεβαίνουν στην επιφάνεια και επιπλέουν λάφυρα στην πειρατεία ετοιματζίδικων ρεφρέν για κινητά τηλέφωνα. Λίγες δεκάδες μέτρα από την κατακόρυφη επιτήρηση του πολίτη από την πάνοπλη Αθηνά στην είσοδο του ιστορικού πάρκου επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας, φρενάρει απότομα δίπλα μας ένα ταξί. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού—βρισκόμαστε και στο μαγικό μήνα Μάη με το θερμόμετρο να σκαρφαλώνει προς τα λαγγεμένα λημέρια του Ήλιου («ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι, η λαγγεμένη Ανατολή, Παλαμάς, Ανατολή» θυμίζει ο άρχοντας των παραθεμάτων παπαγάλος μου) και των δεικτών ανθρώπινης, πλην αλίμονο όχι κορονοϊκής, δυσφορίας—κρέμεται τεμπέλικα ένας δασύς πήχης με ανασκουμπωμένο το χλομό ροδακινί μανίκι του πουκάμισου. Στην προτεταμένη σαν από αυτόματη καταγγελτική συνήθεια παραντίχειρα παραμονεύει περασμένο ύποπτο μονόπετρο. «Μπέστε» ακούγεται βραχνά και γνέφοντας ενθαρρυντικά η ασώματος κεφαλή του πήχη από το σκοτεινό βάθος του αυτοκινήτου. Φοράει αντί προστατευτικής απλής χειρουργικής μάσκας μαϊμούδες Ρέιμπαν με φανερά βαμμένο τον κωδικό στον αριστερό βραχίονα κι ένα υγρό μουστάκι Αμεντέο Νατσάρι. Στη θέση της Υβόν Σανσόν σαν ποπεριανή αυτοεκπληρούμενη προφητεία αντηχεί προς στιγμήν ανάμεσα στούς φοβερούς τριγμούς του ξύλινου παλιόκαρου του χρόνου που την κουβαλάει ανέπαφη και ασφαλή προς την αιωνιότητα, η σιροπιαστή αμεριμνησία της προϊστορικής φωνής της Λάλε Άντερσεν στο χατζιδακικό «Αγάπη μου που μου ‘φυγες, Ήρθε βοριάς ήρθε νοτιάς, Ich schauden weissen Volken an». Στην αποφώνηση ξεχωρίζω τη φωνή της Τώνιας Καράλη. «Η φωνή είναι ένας άνθρωπος» έλεγε ο σερ Πίτερ Πέαρς. Εγώ θα πρόσθετα «κι ένα πρόσωπο» που δεν είναι κατ’ ανάγκην το πρόσωπο του ιδιοκτήτη της, αν και καμιά φορά τα δυο όντα, και ακόμη και τα πρόσωπα, είναι δυνατόν να συμπίπτουν. Η φωνή της Καράλη είχε εκείνο τον συγκρατημένο στα όρια της κοινωνικής ευπρέπειας παλμικό κυματισμό που εδράζεται σε στέρεο απόλυτα «ραδιοφωνικό» βάθρο και που έχουν σχεδόν όλες οι ωραίες φωνές μέτζο προς κοντράλτο που κάθονται καλά στη θέση τους και δεν ανυπομονούν ν’ αλλάξουν κάθισμα. Ελαφρά ένρινη, μ’ εκείνο το λίγο σκούρο ανυπεράσπιστο χρώμα που προσθέτει ένα ανάλαφρο συνάχι και κάνει τον ακροατή να μισοχαμογελάσει με συμπάθεια σκεφτόμενος πως αυτή η φωνή ξέχασε βγαίνοντας στη βροχή να πάρει την ομπρέλα της. Ρέουσα, χωρίς χυδαίες τριβές με χείλη, δόντια, λάρυγγες, γλώσσες, υπερώα, γέμιζε απλόχωρα το κεντρικό κλίτος του ευρύχωρου ναού του στόματος και κυλούσε φυσιολογικά από κάποιο ανοιχτό παράθυρο προς το προαύλιο της εκκλησίας όπου και έτερπε το ευήκοο ακροατήριο. Σα να σχημάτιζε ένα μεγάλο στόμα, ένα πρόσωπο με όλο το βάρος στο σαγόνι και τα μήλα όπως ακριβώς επιβεβαιώνεται και από τις ελάχιστες φωτογραφίες της που συνάντησα ψάχνοντας. Φεύγω από την αοριστία της φωνητικής και ποιητικής ατμόσφαιρας (το «Αγάπη μου που μου ‘φυγες» ήταν από τα αγαπημένα τραγούδια της Καράλη), νεύω αρνητικά και ευχαριστώ ανατριχιάζοντας μακάβρια στη σκέψη πως το «μπέστε» του ταξιτζή αν δεν είναι δεύτερο πληθυντικό της ευγένειας, δείχνει προς την κατεύθυνση συνωμοσίας φαντασμάτων αφού αυτός ο υπερπραγματικός διαχρονικός αυτοκινητιστής συμπεριλαμβάνει στην προτροπή και το φάντασμα του παπαγάλου. Επίσης, ναι, βρισκόμαστε στο μήνα Μάη, με σοβούσα τη λαχτάρα κατά φαντασίαν εαρινών νόστων —ανάμεσα στα φύλλα, ψίθυροι, ψιλόγελα και πόδια βιαστικά στα βάθη του ύπνου όπου ανταμώνουν όλα τα νερά (θυμίζει ο παπαγάλος άρχοντας του διακειμενισμού) με τα μαγιόξυλα θύματα του κορονοϊού ατραγούδιστα και αγιόρταστα. Δεν είναι ο παπαγάλος μου παράσιτος, μολονότι από χρόνους αρχαίους αποδεδειγμένο ότι τέχνη η παρασιτική. Ένας τεχνίτης του λόγου είναι τηρουμένων των αναλογιών που αρνήθηκε να υπηρετήσει βάρβαρους με την περήφανη τέχνη του. Και καμιά φορά υποκύπτει στην ιδέα ενός προσφεύγοντος, εισαγόμενου, λυρικού ιντερμέτζου. ‘Όπως, τώρα, από ένα παλιακό βιβλίο τραγουδιών ξένων ερώτων ξένων ποιητών. «Από του Σούμαν τον “Ερωτευμένο ποιητή” σε στίχους Χάινε» αναγγέλλει, «παπαγαλισμένο στη γλώσσα σου από μένα για σένα»:

Το μυρωμένο μήνα Μάη

 

Το μυρωμένο μήνα Μάη

Που άνθισαν πάλι όλα τα κλαδιά

Άνθισε η αγάπη

Στην καρδιά μου

 

Το μυρωμένο μήνα Μάη

Που κελαηδήσαν όλα τα πουλιά

Σ’ αυτήν που ορίζει την καρδιά μου

Λαχτάρησα κι εγώ να πω τον έρωτά μου.

 

«Επιστρέφω στο Λούλη κατ’ ανάγκην», συνεχίζει, «πολύς λόγος περί γυναικών δεν έγινε; Ήταν ένα σποτ που αποδεικνύει άλλη μια φορά πως ο θάνατος των θεωριών είναι σαν το θάνατο των ιών. Όπως κάποια όργανα ανθρώπου επιζούν του θανάτου του ώστε να μεταμοσχεύονται με επιτυχία σε έναν άλλον, ζωντανό, ανθρώπινο οργανισμό, το ίδιο συμβαίνει και με τα κύτταρα, τα βακτηρίδια μα και με τους ιούς. Το αναφέρει ο Πόπερ, σε μια ωραία ομιλία με θέμα το θάνατο των θεωριών και των ιδεολογιών. Ανακαλύφθηκε (παλιότερα, το 1928, και εξηγήθηκε πρόσφατα) πως ένας νεκρός παθογόνος ιός μπορεί ακόμα και μετά το θάνατό του διατηρώντας σε μέρη κρυφά του DNA ένα είδος ζωής να εισβάλει στα τοιχώματα ζωντανών κυττάρων και να προκαλέσει γενετικούς ανασυνδυασμούς που τα αβλαβή αυτά κύτταρα τα μετατρέπουν σε παθογόνα. Κύτταρα νεκρά μεταβιβάζουν έτσι τις γενετικές τους ιδιότητες και μετά το θάνατό τους. Είναι ως θεωρία νεκρή η κατωτερότητα του βιολογικού φύλου. Μέρη όμως αυτής της νεκρής θεωρίας επιβιώνουν στην κατ’ αρχήν λαϊκή, θυμοσοφική αλλά εν τέλει δια-ταξική ευρύτατη αποδοχή μιας θεωρίας της κατωτερότητας ενός κοινωνικού φύλου. Ο σεναριογράφος του σποτ αποτύπωσε αθώα, ανυποψίαστος για την ειρωνική διάσταση της επιτυχίας της αποτύπωσης, τις κρατούσες αντιλήψεις που μέρος τους είναι και η δική του νοοτροπία. Πρόκειται για ασύλληπτο πολλαπλασιασμό ειρωνικών αντανακλάσεων. Κρατήσου γερά, πετάμε προς τη Λεωφόρο Κύπρου στου Παπάγου για να δεις ακριβώς τι εννοώ». Στο μεσοδιάστημα πετώντας χαμηλά προς τον προορισμό μας ο παπαγάλος μου συνεπαίρνεται από ψυχική ευφορία—τόσο ευεργετικά είναι δυνατόν να επιδράσουν οι ελάχιστες κυριολεκτικώς ψυχαγωγικές βορειοανατολικές αύρες που επιτρέπει σαν από θαύμα να ξεγλιστρήσουν η κτιριακή αυθαιρεσία της πρωτεύουσας των εργολάβων και της διαπλοκής—και μου πετάει άλλο ένα θεωρητικό πυροτέχνημα αντάμα με μια εξωπραγματικής πανουργίας πληροφορία. Μαθαίνω πως ο γυναικείος ρόλος που υποδύεται η Λέχου στο σποτ που αντικατέστησε το σποτ όπου ο Λούλης υποδυόταν έναν αντρικό ρόλο, δεν είναι παρά ο γυναικείος ρόλος στον οποίον απευθύνεται ο αντρικός ρόλος στο σποτ του Λούλη, όπως διαμορφώθηκε μετά από μια εντατική προγύμναση έως και σύντομη θητεία του στα διδάγματα του μυθιστορηματικού είδους του Ερτζίουνγκσρομαν ή Μπίλντουνγκσρομαν ή Μυθιστορήματος μαθητείας. Με δυο λόγια, το θηλυκό στο οποίο απευθύνεται το αρσενικό του Λούλη, έκανε εντατικό νυχτερινό φροντιστήριο μεταμορφωτικής περιπλάνησης σε διαχρονική ποικιλία κοινωνικής ετερότητας ώστε να καταφέρει να μετασχηματίσει το προηγούμενο αποδεκτό πλην απαράδεκτο πρότυπο σε προηγούμενο της εποχής του προμαγειρεμένο, αν και όχι κατεψυγμένο, ημι-πρότυπο. Έτσι πλησιάσαμε στην τυποποιημένη λύση που προτείνει στην κυκλοφορία προαστίων βόρειας ευπορίας κάθε ρον πουέν, από τότε που ανέτειλε η πολιτική ιδέα του δημόσιου χώρου ως κύκλου που αυτοπεριορίζεται ενώ αυτοπεριορίζει. Απαθανάτισα φωτογραφικά το στιγμιότυπο γιατί στ’ αλήθεια κάποτε οι λέξεις παθαίνουν ένα είδος λόξιγγα που δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο με αυτό που ο εννιάχρονος Βιργίλιος που συμβουλεύομαι κατά καιρούς, ονομάζει «βλέψιμο», και μάλιστα, συμπληρώνω, εξακολουθητικό και χορταστικό βλέψιμο. Γιατί, ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ο συμπαθής Φίλιππος ο Β’, ένας στρατιώτης βασιλιάς, που κουβαλάει με αξιοπρέπεια το άγνωστο σ’ αυτόν ιστορικό του βάρος, δημόσιο πλάσμα της καλής γλύπτριας Ασπασίας Παπαδοπεράκη, ατρόμητος τροχονόμος το επάγγελμα στον ομφαλό του ρον πουέν που ρυθμίζει την κυκλοφορία στα ρημαγμένα πρόβουνα του Υμηττού, θα προσπορίζονταν τα διαφημιστικά οφέλη φωτεινής κινούμενης επιγραφής που προβάλλει το διαχρονικά ασφαλές σύνθημα «Διατηρείτε την πόλη μας καθαρή»;