Άγγελος Μίχας
Στον απόηχο μιας συνέντευξης
29-06-2019

Ζήτησα τον αριθμό του τηλεφώνου του από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Είχα διαβάσει μιαν άκρως ελκυστική συνέτευξη που του είχε παραχωρήσει για το «01» και σκέφτηκα να πράξω το ίδιο για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ», όπου από χρόνια δημοσιογραφούσα. Καταλάβαινα βεβαίως ότι οι πιθανότητες να αποδεχτεί την πρότασή μου, εξ αιτίας της πρόσφατης δημοσιότητας, ήταν μηδαμινές. Πλην όμως το τόλμησα για να εισπράξω, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, την άρνησή του. Στην συζήτησή μας μάλιστα αυτόν ακριβώς τον λόγο επικαλέστηκε. Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο με ρώτησε αν θα είχα την υπομονή να περιμένω για έναν χρόνο και αν ναι, τότε μου υπόσχονταν -όπως επί λέξει είπε, μου έδινε τον λόγο της τιμής του- ότι με προθυμία θα αποδέχοταν το αίτημά μου. Ήταν Γενάρης του ΄96. Ακριβώς έναν χρόνο μετά του τηλεφώνησα και πάλι για να του υπενθυμίσω την περσινή υπόσχεσή του. Αρχικά δήλωσε άγνοια. Δεν θυμόταν το παραμικρό από την προηγηθείσα συνομιλία μας. Παρ΄ όλα αυτά, μιας και όπως ισχυριζόμουν μου είχε δώσει τον λόγο του και θα ήταν ντροπή να τον πάρει πίσω, θα κάναμε την συνέτευξη υπό έναν όρο: Θα έπρεπε να μεταβώ επί τούτου στην Θεσσαλονίκη και να τον συναντήσω από κοντά. «Μετά χαράς να έλθω κύριε Χριστιανόπουλε!», του απάντησα ιδιαίτερα ικανοποιημένος.

Αφού ορίσαμε την ημέρα και την ώρα του ραντεβού μας, μου έδωσε την διεύθυνση του σπιτιού του στην Άνω Πόλη. Και πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, φρόντισε να μου εξηγήσει με τον πλέον σχολαστικό τρόπο, πως θα έφτανα μέχρις εκεί. Ήταν μια καλή ένδειξη για το τι ακριβώς με περίμενε και τι θα έπρεπε να αντιμετωπίσω… Την παραμονή της μεγάλης συνάντησης, ένα Σάββατο απόγευμα συγκεκριμένα, ανηφορίσαμε με το αυτοκίνητο του φωτογράφου Άγγελου Μίχα για την Νύμφη του Θερμαϊκού, το καθιερωμένο τρίο. Ο Άγγελος, ο βοηθός και εξαδελφός του, ο νεαρός Γιάννης Κασσάρας, θεός σχωρέστον, κι εγώ. Φθάσαμε αργά το βράδυ κι αφού αναζητήσαμε ξενοδοχείο να καταλύσουμε και φαγητό στα περίφημα «Λαδάδικα» της πόλης, αποφασίσαμε να περάσουμε κι από το μαγαζί που παρουσίαζε εκείνο το διάστημα το πρόγραμμά του ο Σταμάτης Κραουνάκης. Μόλις με πήρε είδηση από το πάλκο ο Σταμάτης, έστειλε στο τραπέζι μας κέρασμα ένα «μπουκαλάκι» με την οδηγία «ό,τι πίνουν τα παιδιά». Στην ήδη υπάρχουσα δική μας φιάλη αλκοόλ ήλθε να προστεθεί έτσι και μία δεύτερη. Παρότι ήμασταν και οι τρεις γερά ποτήρια, με πρώτον και καλύτερον τότε την αφεντιά μου, φύγαμε από εκεί παραπατώντας τα χαράματα και εντελώς μαντάρα. Προτού πέσουμε στα κρεβάτια μας να ξεραθούμε, πρόλαβα να ζητήσω από την ρεσεψιόν, ως ο υπεύθυνος της αποστολής, πρωινή έγερση στις εννέα. Στις δέκα το πρωί της Κυριακής ήταν η προκαθορισμένη ώρα και ημέρα του σημαντικού ραντεβού. Λάβαινα τα μέτρα μου γιατί με τέτοιο μπεκρούλιασμα την προηγούμενη νύχτα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να το χάσουμε λόγω καθυστέρησης και να πάει έτσι στράφι όλη η κινητοποίηση. Και τότε ποιος μας γλίτωνε από το μένος του Ποιητή.

Η ρεσεψιόν υπήρξε συνεπής. Παρά τους καφέδες όμως, εμείς δεν ήμασταν σε θέση, για αρκετή ώρα μετά, να μεταβούμε αξιοπρεπώς στο σπίτι της Άνω Πόλης. Έκανε θυμάμαι κι ένα κρύο τσουχτερό, πράγμα που επέτεινε την απροθυμία των σωμάτων. Με τι ψυχή ν΄ αφήσεις την θαλπωρή του δωματίου και να βγεις από τα ζεστά σκεπάσματα; Έσφιξα τα δόντια και του τηλεφώνησα λίγο πριν εκπνεύσει η ελάχιστη διορία χρόνου που μας απέμενε. Προφασίστηκα κάποια βλάβη του αυτοκινήτου μας στο ύψος των Τεμπών και αφού ζήτησα ταπεινά συγνώμη για την μικρή αναβολή, τον διαβεβαίωσα ότι «τώρα επιτέλους ξεκινάμε και όπου νά ΄ναι, σε καμιά ώρα το πολύ, καταφθάνουμε». Έδειξε να με πιστεύει. Και με την ευκαιρία φρόντισε να μου επαναλάβει με λεπτομέρειες την διαδρομή για το σπίτι του. Που να πάει το μυαλό του ότι εμείς ξενυχτισμένοι χουζουρεύαμε του καλού καιρού κάπου στα Λαδάδικα.

Χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας του παλιού τουρκόσπιτου με τα καφασωτά παράθυρα και περίμενα. Μας άνοιξε κοστουμαρισμένος και μας οδήγησε στο γραφείο του. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα και λίγο πιο ΄κει ένα ντιβάνι στρωμένο με μια παλιά, στρατιωτική κουβέρτα. Έμοιαζε περισσότερο με κελί παρά με γραφείο καθιερωμένου ποιητή. Χάθηκε για λίγο στην κουζίνα και επιστρέφοντας κρατούσε έναν δίσκο με γλυκό νερατζάκι και πορτοκαλάδα. Ντράπηκα να του αρνηθώ το κέρασμα μήπως τον προσβάλω. Τα γλυκά του κουταλιού είναι υπέροχα, αλλά όχι το πρωί και μάλιστα μετά από άγριο μεθύσι. Θα προτιμούσα έναν καφέ, απέφυγα όμως να τον ζητήσω. Στραβοκατάπια τα δύο – τρία πρώτα κομματάκια, έχοντας κατά νου ν΄ αφήσω το υπόλοιπο στο πιατάκι. «Ελάτε τώρα, φάτε το όλο να τελειώνουμε». Και το έφαγα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κάθησε στην καρέκλα του, έδιωξε την γάτα που είχε θρονιαστεί επάνω στο τραπέζι, σταύρωσε τα χέρια του και μ΄ ένα ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελο με ρώτησε: «Λοιπόν τι θα ήθελε να με ρωτήσει και να μάθει για μένα, ο κύριος δημοσιογράφος;». Τόνιζε μία μία τις λέξεις σαν να τις υπογράμμιζε, λες και η κάθε μία είχε κάποια ξεχωριστή σημασία. Ένοιωσα ένα αδιόρατο σφίξιμο και αυτόματα σκέφτηκα ότι θα ήταν φρόνιμο ν΄ αρχίσουμε σε χαμηλούς τόνους. Ο συνομιλητής μου δεν ήταν εύκολη περίπτωση και το ήξερα καλά.

«Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, «ο ποιητής των Ισχνών Αγελάδων», όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν, είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Γνήσιο ταλέντο, μάστορας δεινός του λόγου, με πλούσια κοιτάσματα και κοφτερή ματιά, συνεχίζει περισσότερο από πενήντα χρόνια την ίδια μοναχική πορεία στην καθημερινή του ζωή και την τέχνη του. Άνθρωπος απόλυτος στις επιλογές του, εσωστρεφής και ρηξικέλευθος, έχει κατατροπώσει κατά καιρούς με λόγια αιχμηρά εχθρούς και φίλους. Έχει την φήμη ότι είναι σκληρό καρύδι και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μακριά από πολιτικές και εξουσίες παντός τύπου, κόντρα σε όλους και σε όλα ως γνήσιος αναρχικός, επιμένει να ζει σταθερά στην Θεσσαλονίκη και να ταυτίζει το όνομά του με το δικό της», έγραφα μεταξύ άλλων και τα εννοούσα, στον πρόλογο της συνέτευξης που δημοσιεύτηκε το 1997. Δυστυχώς όμως, όπως μαθαίνω τα τελευταία χρόνια δεν είναι καλά στην υγεία του. Είναι κλινήρης και δύσκολα επικοινωνεί με όσους τον φροντίζουν. Οπότε και κάθε τυχόν διάθεση κριτικής ή αρνητικού σχολιασμού πάει περίπατο. Ποτέ δεν θα υιοθετούσα το γνωμικό: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται»… Μακράν εμού τέτοιες αθλιότητες. Παρότι ο ίδιος μου μίλησε τότε με μεγάλη σκληρότητα για δύο σπουδαίους ομότεχνούς του θεσσαλονικείς και μάλιστα τεθνεώτες. Ο εις εκ των δύο, ο Γιώργος Ιωάννου γνωρίζω καλά πως είχε υπάρξει μάλιστα στενός φίλος και συνεργάτης του. Αλλά και ο Αλέξης Ασλάνογλου παρομοίως νομίζω. Τίποτα ή μάλλον ελαχιστότατα από όσα μου είπε, συμπεριέλαβα στην συνέτευξη και δη τα πλέον ανώδυνα. Όχι για να προστατέψω εκείνον, ποσώς μ΄ ενδιέφερε άλλωστε. Την μνήμη των αγαπημένων μου λογοτεχνών ήθελα να διαφυλάξω από τα δηκτικά του σχόλια. Κι έχει σημασία αυτό όπως θα δούμε και παρακάτω.

Τέλος πάντων, μιλήσαμε επί μακρόν. Ήταν λαλίστατος και ως συνήθως αιχμηρός. Δεν έχω παράπονο. Μου έδωσε πολύ υλικό, μπορούσα να κάνω μια καλή συνέτευξη. ΄Οπως και έκανα τελικά. Τώρα που την ανέσυρα από το αρχείο και την ξαναδιάβασα για να φρεσκάρω την μνήμη μου, διαπίστωσα ότι είναι εξαιρετική και καλογραμμένη, δεν θα άλλαζα τίποτα. Ανοίγω παρένθεση: Πρόσφατα σε μια τυχαία, κοινωνική συνάντησή μας ο τέως υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης μου αποκάλυψε, ότι το διάστημα που χρημάτισε συνεργάτης του περιοδικού «ΓΥΝΑΙΚΑ» ως επιμελητής ύλης -προτού γίνει διευθυντής της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»- τα δικά μου κείμενα τα έστελνε στο ατελιέ χωρίς να τα διορθώσει. «Εσένα σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Αντίθετα της Μαλβίνας τα ήλεγχα με σχολαστικότητα», μου εξομολογήθηκε. Κλείνω την παρένθεση. Μετά το πέρας της κουβέντας βγήκαμε όλοι μαζί έξω για μια επιπλέον φωτογράφηση του Ποιητή σε ανοιχτό χώρο. Εκεί τον κύριο λόγο τον είχε ο Άγγελος Μίχας κι εγώ παρακολουθούσα διακριτικά. Πειθαρχούσε στις υποδείξεις του φωτογράφου κι ακολουθούσε χωρίς αντιρρήσεις τις οδηγίες του. Αστειευόταν κάθε τόσο κι επαναλάμβανε θυμάμαι με την χαρακτηριστική φωνή του: «Φτάνει πια, αρκετά. Δεν είμαι καμία ντίβα να φωτογραφίζομαι με τις ώρες» κι άλλα σχετικά παρόμοια. Παρ΄ όλα αυτά μπορούσες εύκολα να διακρίνεις ότι κατά βάθος πολύ το χαίρονταν και κρυφοκαμάρωνε που τον φωτογραφίζαμε. Δεν βαριέσαι όμως, όλα ανθρώπινα είναι…

Λίγο καιρό μετά την δημοσίευση της συνέτευξης, και συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου του 1997, τριάντα χρόνια ακριβώς από το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών, θα γινόταν η επίσημη παρουσίαση στην «Στοά του Βιβλίου» ενός ιδιαίτερου όσο και σημαντικού μεταφραστικού έργου του με τον τίτλο: «ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟ» που τότε είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ’». Επρόκειτο για την μετάφραση στην δημοτική γλώσσα τού Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και όπως ο ίδιος μου είχε πει, το δούλευε επί σαράντα συναπτά έτη. Ήμουν πολύ περίεργος λοιπόν για το αποτέλεσμα και όχι μόνο γι΄ αυτό. Δεν είχα λάβει κανένα δικό του μήνυμα σχετικό με την συνέτευξη και μ΄ έτρωγε να μάθω πως του φάνηκε. Διατηρούσα κάποιες επιφυλάξεις για τον τίτλο «Ένας ειδωλολάτρης Χριστιανόπουλος» που είχα επιλέξει και μόνον γι αυτόν. Σκεπτόμουν μήπως ήταν ολίγον περιπαιχτικός. Κατά τ΄ άλλα είχα ήσυχη την συνείδησή μου. Τα περισσότερα αιχμηρά του σχόλια, εκτός ελαχίστων, τα είχα παραλείψει.

Αρχές μεγαλοβδόμαδου, απογευματάκι Μ. Τρίτης νομίζω ήταν, πέρασα κι εγώ από την «Στοά». Αγόρασα το βιβλίο και περίμενα υπομονετικά στην ουρά για να μου γράψει δυο λόγια, ως είθισται, ο συγγραφέας. Όταν έφθασε η σειρά μου, τον χαιρέτησα ζεστά κι εγκάρδια. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ψυχρότητα. Τον ρώτησα αν διάβασε την συνέτευξη κι αν ναι, πως του φάνηκε. «Είστε απαράδεκτος» με κεραυνοβόλησε. Ειλικρινά δεν περίμενα μια τέτοιαν αντίδραση. Δεν τα έχασα όμως και του ζήτησα να μου εξηγήσει για ποιον λόγο ακριβώς ήμουν, κατά την κρίση του πάντοτε, απαράδεκτος. «Για όλα αυτά που γράψατε», με αποστόμωσε δήθεν οργίλος. Και τότε ήλθε η δική μου απάντηση –πέλεκυς υπό μορφήν ερωτήσεως: «Γιατί, μήπως δεν τα είπατε;». Προς στιγμήν τα έχασε. Κατάλαβε προφανώς, ότι σε μένα τέτοιοι τσαμπουκάδες δεν περνάνε. Απέστρεψε το βλέμμα του από επάνω μου και με ύφος μαζεμένο πλέον, τον άκουσα να μου λέει: «Τέλος πάντων, μιας και συναντηθήκαμε εδώ, δώστε μου το βιβλίο που κρατάτε να σας το υπογράψω». Και του το έδωσα.

 

Υ.Γ.

Χρόνια μετά, την Μεγάλη Εβδομάδα του 2012, το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μεταδόθηκε ολόκληρο υπό μορφήν καθημερινών ημίωρων επεισοδίων από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, όπου και εργαζόμουν. Ήταν μια δική μου παραγωγή που, λόγω έλειψεως στούντιο ηχογράφησης, την ολοκλήρωσα κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα, per l’ amore dell’ arte και μόνονΤην ανάγνωση είχε κάνει ο Κώστας Γιαλίνης και την τεχνική επιμέλεια η Στεφανία Τσακίρη. Δεν θα ανέφερα το γεγονός, αν αυτή η σύντομη σειρά δεν είχε τύχει τόσο ευνοϊκών σχολίων και μάλιστα δημοσίως, από μέρους ενός ιδιαίτερα σημαντικού ακροατή της, του Διονύση Σαββόπουλου.