Τηλεφωνιέμαι με αρχαίον φίλο από τα αρχαία της παιδικότητας μελέτια. Τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, ασκούμε μια παγκόσμια νουβωτέ: επαναλαμβάνουμε τα ίδια αστεία, τα ίδια γνωμικά, γελάμε με όλα, καγχάζουμε με τίποτις καινούργια που προέκυψαν, αλλά η ραχοκοκκαλιά είναι ίδια: εθνοτοπικός διασυρμός.
Τα ανέκδοτα για τους Βλάχους είναι μετρημένα, κάποιος που δεν τους ξέρει δύσκολα σκάει το χειλάκι του, αλλά κι εμείς που τους ζούμε, προτιμάμε, αν μας αρέσει μια διήγηση, ένα εύγλωττο βλέμμα προς τον ανεκδοτολογούντα, άμεση ανταπόκριση εκ μέρους του κι αυτό είναι όλο.
Απλώς, ώσπου να προκύψει λόγος επαφής, μας αρκεί πως κάποτε ανταλλάξαμε εύγλωττα βλέμματα. Είναι και κάτι άλλο. Οι Βλάχες συνήθως είναι εκπάγλου καλλονής γυναίκες, και η πρόσβαση στην ψυχή τους απαιτεί εξαιρετικές ικανότητες, όπως εξάλλου συμβαίνει με τις Εβραιοπούλες.
Οι Θρακιώτες, καθώς έχουν φτάσει στα παιδικά μας μέρη τόσο από την Ασιατική ακτή της Προποντίδας και τον Άλυ ποταμό, έως και την Ευρωπαϊκή Τουρκία, οπότε, μπερδεμένους με τους βουλγαροπρόφυγες τους χωρίζουμε σε Τσούκνους και Λιάγκραβους, είναι «πες και γέλα», καλλικέλαδοι, χρήστες του «τση» αντί άλλου άρθρου, με επιρροές τόσο από τις κοιλάδες των ροδώνων έως και τους πέραν της Βιθυνίας κιζιλμπασήδες, εκ Παφλαγόνων, παραδόξως κολλητάρια κατά το ήθος των παιδιών της Γαλατικής Τετρακωμίας με τους γελαστούς τρακατρούκηδες των μακεδονικών ποταμών.
Των Ποντίων ο ανεκδοτολογικός ορός, απαιτεί να ξεχωρίζεις τον Τραπεζουνταίο από τον Σαμσουνταίο. Καθώς και τον παρχαρεύοντα Σανταίο με τα μας, που είμεσθεν Χάλδοι κατέναντι Χάλυβων. Χώρια η ασύλληπτου μεγέθους ομογένειά τους που εγγίζει τον δρόμο της μετάξης τα παράλια της Κασπίας και πνοές του Ιαξάρτη έως ότου ανταμώσεις σινικές επιρροές. Αυτοί δεν αστειεύονται και καλά κάνουν. Κάποιος πρέπει να κρατάει τα μπόσικα.
Το βλαχικόν, ενίοτε μακεδνόν και δωρικόν, πάντα τροπαλιζόμενο και αείποτε ικανό να τραβήξει γραμμή τηλέγραφου εως και να δουλεύει για τον Σκερδιλαΐδα στις πλωτές σαγίτες του, είναι κιμπάρικο, πολεμικώτατο και έμπειρο μελέτι, μαγικά συνυπάρχον με Αλβανούς, Δαλματούς και τους μετρημένους μύστες του Κάδμου και της Αρμονίας, διασπείρεται από τον Μοριά έως τα προάστεια της Βιέννης, και το πολύ να έχει στερηθεί το Β κεφαλαίο υπέρ του β μικρού, βλαχοβασιλιάς, ας πούμε.
Με τον αρχαίον φίλο, που λέτε, ο οποίος στα ζόρικα μου στέλνει φλυτζάνι με τελβέ μέσω ημαίηλ, να τον ξεματιάσω, εψέ, παραμονή ενός θερινού τυφώνος που θα ανεμίσει τα παιδιά του Πέλοπος και Μυκηναίους πυροσβέστες, είχαμε ένα ρήμα του να ασχοληθούμε.
Στη μέση του πουθενά, μου παραπονιέται, αναφερόμενος σε Εκείνην: «με απειλάει».
Μάλιστα. Ο φίλος είναι εντόπιος, γηγενής που λένε οι Τζερόνιμο της γενιάς του και όλα τα γκρκικα ρήματα τα προτιμάει ασυναίρετα. Δεν θα πει ποτέ «εκείνη με απειλεί» επειδή αυτό ριμάρει με το συμφιλιωτικό «φιλί». Το «απειλάει» κατάγεται από απελατική μυθολογία, τα κολυμβητά φωνήεντα, η επίτηδες λανθασμένη αντωνυμική χρήση (πάντα το μιλέτι λέει «αφού σε λέω» και οι αυθεντικοί «σου λέω αφού»)
Αγιού μπρε Ξίκη, που σε απειλάει η πανέμνοστος κυρά δια ραβασακίων και λέξεων, ήκιστα απειλητικών. Μήγαρις ξύπνησες και μεταξύ εσού και των χειλέων της σε ξύπνησε πριγιόνι μόγις εγγίζον το σον μήλον του Αδάμ;
Μήπως ξαμόλυσε το κατοικίδιον ιγκουάνα της και ασυνειδήτως ελέγξας τα απόκρυφά σου έπεσες εις τον δηλητηριώδη σίελον του;
Ή ξύπνησες βρεγμένος τα γαίματα εξ αποτμήσεως της κεφαλής της αντιπάλου σεμνής βλαχούλας που γλυκοκοίταξες;
Άσε τα φιλολογικά και πιάσε τα σαρκικά. Υπάρχει τρόπος να περάσεις το «απειλάω» αρκεί να το συνδυάσεις με το «πελάω», στην ιόνια έκφραση «πέλησα τα μυαλά μου στην αποτιλιά. Νοηματικώς, ομοιάζει με το φίλαθλον «και τα μυαλά στα κάγκελα».
Αν πάλι, δε συντρεχάει κάτι εκ των τριών, απλώς ναζάκια είναι και χαϊδεύεστε. Και κακώς νομιζάεις οτι σε απειλάει.