Τον Γιάννη Κοντό τον συνάντησα για πρώτη φορά στα τέλη του 1974 και συγκεκριμένα στον «Ηνίοχο», το βιβλιοπωλείο επί της οδού Σόλωνος που διατηρούσε με τον Θανάση Νιάρχο, τον επιστήθιο φίλο του, μεταφέροντας κατόπιν δικής του παραγγελίας μερικά αντίτυπα από το φρεσκοτυπωμένο «Χρονικό 74». Επρόκειτο για το καλλιτεχνικό πανόραμα της χρονιάς που εξέπνεε, μια ετήσια έκδοση της γκαλερί «Ώρα» όπου και εργαζόμουν. Φρέσκος και άπειρος στην πιάτσα, ομολογώ πως ένιωσα άβολα, αν όχι δυσάρεστα, με τα λεκτικά παιχνίδια που εξ αρχής έκανε ο ποιητής εις βάρος μου, τα υπονοούμενα και τα τερτίπια του. Ένιωσα να κοκκινίζω από συστολή, αδύναμος να του απαντήσω κατάλληλα και να τον βάλω στην θέση του. Αντίθετα εκείνος έδειχνε να απολαμβάνει την αμηχανία και το στρίμωγμα που μου προκαλούσε. Την μέθοδο αυτή δεν παρέλειπε έκτοτε να εφαρμόζει με συνέπεια σε κάθε παρόμοια ευκαιρία. Πράγμα ωστόσο αρκετό για να τον κατατάξω, ως περίπτωση ανθρώπου, στις άκρως δυσάρεστες και απωθητικές. Ομολογώ, ότι δεν αντιλαμβανόμουν τότε, τι υπέκρυπτε η φιλοπαίγμων, αν όχι αψυχολόγητη, συμπεριφορά του. Η τόσο άγαρμπη και ατελέσφορη στα σίγουρα. Ούτε υποψιαζόμουν ότι τα χοντροκομένα αστεία του, άλλο δεν δήλωναν από το ενδιαφέρον του για μένα.
Πέντε χρόνια μετά, κάποιο μεσημέρι της Άνοιξης του 1979, βρεθήκαμε και πάλι από κοντά στο «Greek House», ένα εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη και στην σκιά του Φιλοπάππου τα τραπέζια του, στην αρχή ακριβώς της οδού Γαριβάλδη. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα, μεταξύ αυτών ο Ματθαίος Μουντές, οι μαθητές του Ζαχαρίας Ρόχας και Ντίνος, η Σαπφώ Νοταρά και ο τότε συγκάτοικος και ισόβιος φίλος μου Γιώργος Παυριανός. Μόλις κατέφθασα, ο Γιώργος Μανιώτης ως συνδετικός κρίκος, άρχισε θυμάμαι τις απαραίτητες συστάσεις μεταξύ των συνδαιτημόνων, όταν ο Γιάννης Κοντός που ήδη παρευρίσκετο εκεί με την φίλη του Νάσα Παταπίου θέλησε, περιχαρής για την απρόσμενη συνάντηση κι ενθουσιώδης, να επαναλάβει το παλιό, γνωστό μοτίβο του… Τον αγριοκοίταξα και μαζεύτηκε. Δεν ήμουν πλέον, ούτε υπάλληλος εν ώρα εργασίας, μήτε βεβαίως ο νεαρός, άτολμος δεκαοκτάρης του άλλοτε. Μια κουβέντα ακόμη αν έλεγε «θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωνε» κανονικά. Μετά από κάμποση ώρα, διαπίστωσα μια ευχάριστη μεταστροφή στην συμπεριφορά του. Άλλαξε άρδην, έγινε βαθμηδόν ζεστή, έφτασε τα όρια της τρυφερότητας. Καιρό μετά κατάλαβα πόση αμηχανία και ταραχή του προξενούσα κάποτε ερήμην μου. Ήταν σαστισμένος, όπως μου εξομολογήθηκε, από την αδικαιολόγητη συμπάθεια, την πρωτόγνωρη έλξη που ένιωθε να τον καταλαμβάνει όποτε με συναντούσε. Πρωτόγνωρη κι ανομολόγητη. Και ότι στο πρόσωπό μου είχε ανακαλύψει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον έμπιστο φίλο, τον μικρότερο αδελφό που ποτέ δεν απέκτησε. Κι αυτό ήταν όλο. Επιτέλους, στεκόταν με ειλικρίνεια απέναντί μου. Τον καθησύχασα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος πανικού. Έδωσα άφεση στο κακό παρελθόν και σιγά σιγά γίναμε στενοί φίλοι. Τελικά, ήταν κι εκείνος, παρότι δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός μου, ένα μπερδεμένο παιδί. Και κατά βάθος φοβισμένο, ίσως περισσότερο από μένα.
Κατοικούσαμε στην ίδια περιοχή. Εκείνος στο Κουκάκι, εγώ λίγο πιο πάνω, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Η ανταλλαγή επισκέψεων ήταν μια καθημερινή ρουτίνα. Κι αν δεν μέναμε στο σπίτι ετοιμάζοντας όλοι παρέα οι φίλοι κάτι πρόχειρο για φαγητό, βγαίναμε για βόλτα προς τον Λουμπαρδιάρη με τελικό προορισμό μας το ξέφωτο στο πίσω μέρος του λόφου. Εκεί, ανάμεσα σε αστεϊσμούς και πλάκες, κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων, μέχρι πρωίας, για διάφορα θέματα. Συνήθως μιλούσαμε για την λογοτεχνία ή περί τέχνης γενικότερα. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας, κακά τα ψέματα, το διεκδικούσε το πρωτόφαντο παιχνίδι του έρωτα και οι ολέθριες, πλην άγνωστες ακόμη σε μας, συνέπειές του… Πιο τακτικοί συνοδοιπόροι στις νυχτερινές εξορμήσεις ήταν οι δύο συγκάτοικοί μου εκείνη την περίοδο, Γιώργος Χρονάς και Γιώργος Παυριανός. Άλλοτε ερχόταν η Ζυράννα Ζατέλη, ο Γιώργος Μανιώτης, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Χάρης Μεγαλυνός, ο Δημήτρης Λέκκας, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Γιώργος Κουμεντάκης και τόσοι άλλοι, αδύνατον να τους ανακαλέσω όλους στην μνήμη μου. Μαζί μας, ακολουθούσε καμιά φορά και ο Γιώργος Ιωάννου. Οι περισσότεροι ήμασταν νέοι πολύ και ανοιχτοί σε καινούργια πρόσωπα, σε νέους φίλους. Άλλοτε πάλι τραβούσαμε, τα καλοκαίρια ιδίως, τσούρμο κανονικό των δέκα και πλέον ατόμων, για φαγοπότι στα διάφορα ταβερνεία της Πλάκας, στο κλασικό μαγέρικο «Οικονόμου» των Πετραλώνων με τα υπέροχα εισέτι μαγειρευτά ή στο στέκι του Ηλία, τα γνωστά «παϊδάκια», πάνω από τον σταθμό του Θησείου.
Πολλές φορές τα πρωινά περνούσα για επίσκεψη από το γραφείο του. Αφότου έκλεισε το δικό του βιβλιοπωλείο, εργαζόταν ως σύμβουλος των εκδόσεων «ΚΕΔΡΟΣ» της Νανάς Καλλιανέση. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Με σύστηνε ανελλιπώς σε όλους τους σύγχρονους λογοτέχνες που παρήλαυναν καθημερινά από εκεί να πουν ένα «γεια» και με την ευκαιρία να πληροφορηθούν για τις πωλήσεις των βιβλίων τους. «Ο μικρός μου αδελφός», έτσι με έλεγε συνήθως. Αδύνατον να τους απαριθμήσω, ήταν πολλοί και διαλεχτοί, ένας κι ένας. Ας αναφέρω κατ’ εξαίρεση τον μέγιστο Γιάννη Ρίτσο και μόνον αυτόν. Δεν παρέλειπε επίσης να με φορτώνει με όλες τις νέες εκδόσεις και να μου εξηγεί το «τι» και το «πώς» για την κάθε περίπτωση. Μου χάριζε ακόμη και ιδιαίτερα ακριβά βιβλία όπως π.χ. τον σκληρόδετο τόμο «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» του Ηλία Πετρόπουλου. Ήταν μεγάλο πειραχτήρι, γνωστό αυτό. Ούτε η κυρία Καλλιανέση δεν εξαιρείτο του κανόνα. Όταν ο Γιάννης το παράκανε με τα πειράγματά του εκείνη μυστηριωδώς χανόταν, λες και περνούσε σε κάποια μυστική κρύπτη. Αλλά ήταν και πολύ αγαπησιάρης. Αντάλλασε σταυρωτά φιλιά με όλους, γυναίκες και άνδρες. Επιζητούσε σταθερά την συμπάθεια των συναδέλφων του, αυτών κυρίως. Ήταν η δική του μεγάλη οικογένεια, οι δικοί του άνθρωποι. Την πιο δύσκολη σχέση την είχε με τον Γιώργο Μανιώτη. Κάθε τόσο καυγάδιζαν και για ένα διάστημα έπεφτε «σιγή ασυρμάτου». Μετά «φτου κι απ΄την αρχή» πάλι σαν να να μην έγινε τίποτα. Τον αγαπούσε πολύ. Αυτό το υπογράφω. Αλλά ήταν και οι δυο τους μοναχοπαίδια, κάτι που νομίζω μας λέει πολλά για τον χαρακτήρα τους. Μεγάλη τρυφερότητα διέκρινα και για τον Γιώργο Ιωάννου. Τον εκτιμούσε βαθειά και τον σεβόταν. Όταν ξεκίνησε η αντιπαράθεση Ιωάννου – Μαρωνίτη με υπαιτιότητα του τελευταίου, ο Γιάννης Κοντός τάχθηκε στο πλευρό του φίλου του, πράγμα όχι και τόσο απλό για τις λογοτεχνικές φατρίες και τα λογής πρόσωπα εξουσίας στον πνευματικό χώρο.
Τις Κυριακές του Χειμώνα χωμένος μέσα στο μοντγκόμερι και τυλιγμένος με το μακρύ κασκόλ του, το μόνιμο φετίχ, περνούσε να με παραλάβει με ταξί για φαγητό στο πατρικό του. Καταφθάναμε στου Παπάγου με την πληθωρική κυρία Ζωή, την μητέρα του, να μας περιμένει στην πόρτα. Ο κύριος Μάκης, ο χαμηλών τόνων συνταγματάρχης εν αποστρατεία, ήταν στα ενδότερα του σπιτιού. Πατέρας και γιος βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Προς χάριν, όμως του καλεσμένου έκαναν ανακωχή. Ο Γιάννης δεν παρέλειπε να τσιγκλάει διαρκώς την μητέρα. Εκείνη τσιμπούσε στα αθώα πειράγματα κι εμείς κάναμε χάζι τις αντιδράσεις της. Ως μοναχοπαίδι του είχε μεγάλη αδυναμία. Τον λάτρευε. Όποιος αγαπούσε το παιδί της ήταν φίλος. Και αντίθετα, όποιος στεναχωρούσε τον Γιαννάκη της ήταν ορκισμένος εχθρός της! Μετά το φαγητό πλαγιάζαμε συνήθως παρέα για έναν μεσημεριανό υπνάκο στον καναπέ με μια κουβέρτα. Μας σκέπαζε η μητέρα και πριν αποχωρήσει μας σταύρωνε και μας έφτυνε για το κακό το μάτι! Νωρίς το απόγευμα αποχωρούσαμε με τα απαραίτητα τάπερ και τα σχετικά εκ νέου φτυσίματα και ξόρκια ως κατευόδιο…
Τα Καλοκαίρια κατά τον Αύγουστο ανηφορίζαμε για το Μεταξοχώρι, λίγο έξω από την Αγιά της Λάρισας. Υπήρχε το σπίτι του εκεί. Τα μπάνια τα κάναμε στην παραλία του Αγιόκαμπου. Τα μεσημέρια τρώγαμε κάτι πρόχειρο στο σπίτι και τα βράδια, όταν δεν ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι της Αλίκης Γεωργούλη ή της Άννας Βαγενά και του Κηλαηδόνη, βγαίναμε για φαγητό στην πλατεία του χωριού με τα αιωνόβια πλατάνια και το ποτάμι καταμεσίς. Κρατούσαμε ζακέτες και ελαφριά μπουφάν. Παρά τον καύσωνα της ημέρας, όταν νύχτωνε έκανε ψύχρα. Δεν θυμάμαι ποιος απ΄όλους έκανε την αρχή, ίσως ο Μποστ, μπορεί και ο Παντελής Καλιώτσος με τον Πέτρο Αμπατζόγλου, και σε λίγο, ο ένας μετά τον άλλον, βρέθηκαν με σπίτι στο Μεταξοχώρι, φημισμένο στις μέρες μας για τα εξαιρετικά κεράσια του. Από κοντά είχε έλθει έναν Αύγουστο και ο Κώστας Κάτσουλας, ο έτερος κολλητός μου. Τότε ήταν που πρωτοσυνάντησα και τον Γιώργο Καλφαμανώλη, τον γιο της Γεωργούλη, δωδεκαετές παιδίον να λυσσάει στο παιχνίδι με τους συνομηλίκους του, αδιάφορος για τις τιμωρητικές απειλές της μητρός του. Δεν εννοούσε να μαζευτεί στο σπίτι και η σερβιρισμένη μακαρονάδα κρύωνε στα πιάτα μας. Την ίδια περίοδο ο Μανιώτης υπηρετούσε στρατιώτης σε μια μονάδα της Λάρισας. Τον επισκευτήκαμε μία φορά. Δεύτερη δεν προλάβαμε. Έδωσε μια μικρή «παράσταση», όχι χωρίς ρίσκο και τσίμπησε μιαν ωραιότατην αναβολή θητείας. Από σύμπτωση βρεθήκαμε σε λίγες μέρες να αναχωρούμε όλοι μαζί στο ίδιο λεωφορείο για την Αθήνα, μέσα σε απίστευτη ένταση και εκνευρισμό. Οι τρεις παραθεριστές, ο φαντάρος και οι αγχωμένοι γονείς του, που μόλις την προηγουμένη είχαν καταφθάσει ανήσυχοι για το παιδί.
Με τον Γιάννη Κοντό τα πρώτα χρόνια της περίκλειστης φιλίας μας, αλλά και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2015, μιλούσαμε σε μιαν άλλη διάλεκτο, «στη διάλεκτο της ερήμου». Έτσι ήθελε να το λέει. Και προφανώς εκεί οφείλει τον τίτλο της η ποιητική συλλογή που εξέδωσε το Φθινόπωρο του 1980. Κλείνοντας το σημείωμά μου αυτό στην μνήμη του αγαπημένου φίλου, αντιγράφω από την πρώτη, εσωτερική σελίδα του βιβλίου.
«Υ.Γ.
Τα ποιήματα τάχουμε μαζί.
– όπως τα παιδιά τα παιχνίδια –
Μόνο που αυτά σκοτώνουν.
Τώρα, το πως εγώ ζω, είναι
μια άλλη ιστορία.
Κατάλαβες Γιώργο;
Γιάννης
Τετάρτη μέρα συννεφιάς
του Νοεμβρίου 1980».
Γιάννης Κοντός:
Αίγιο, 23 Ιανουαρίου 1945 – Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2015