Στην ταράτσα
22-03-2020

Το σπίτι φτιάχτηκε το ’76. Μια μονοκατοικία 90 τετραγωνικά. Αυλή μπροστά και μια αυλή πίσω, που μοιραζόμασταν με τη γκαρσονιέρα της γιαγιάς. Το σπίτι άλλαξε πολλές φορές διαρρύθμιση. Ξεκίνησε από 5αρι. Μικρά δώματια, χολ, πόρτες, πορτάκια, τζαμένιες συρόμενες. Μετά τα έκανε η μαμά όλα ίσωμα. Έξω λουλούδια, παρτέρια, μια μεγάλη ελιά, αναρριχόμενες μπουκαμβίλιες και γλάστρες πήλινες με γεράνια.

Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι τα σκοινιά με τις μπουγάδες. Ποτέ ο διάδρομος δεν ήταν άδειος. Πάντα ανέμιζαν σεντόνια και νυχτικές της μαμάς, λευκά φανελάκια του πατέρα μου και στη μύτη μας μαλακτικό πράσινο μήλο μπερδεμένο με τις εκατόφυλλες τριανταφυλλιές. Ακόμη και τώρα, 40 τόσα χρόνια μετά, πίνουμε καφέ στην αυλή και εμπριμέ σεντόνια μας χαϊδεύουν την πλάτη.

Σκάλα για την ταράτσα, δεν φτιάξανε οι γονείς μου, ποτέ. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι που ήταν πάντα προσγειωμένοι. Υπήρχε βέβαια τρόπος να ανέβουμε στην ταράτσα. Σκαρφάλωναμε στην αποθήκη, μετά στην γκαρσονιέρα και τσουπ πάνω στον τσιμέντο, που η υγρασία είχε μετατρέψει σε μοτίβο του Κλιμτ.

Κούναγε ο πατέρας μου την κεραία και από κάτω η μαμά φώναζε, “από την άλλη ρε Δημήτρη, η ΕΡΤ κάνει χιόνια”. Τελείωνε λοιπόν με τις ρυθμίσεις ο φάδερ και στην ταράτσα ανεβαίναμε ξανά, όταν η κακοκαιρία χάλαγε το σήμα που παίρναμε απο Πάρνηθα.

Η μαμά πριν λίγες μέρες, αποφάσισε να φτιάξει μια σκάλα. Κατάλαβε ότι κάτι την πνίγει εκεί κάτω και θέλει αέρα. Εγώ που τα ξέρω όλα, σου λέω πως όσο περνάνε τα χρόνια την φοβίζει η γη.

Και τώρα σου γράφω από την ταράτσα. Είμαι αυτή η σκιά διπλα στην κεραία. Σήμερα, μετά από χρόνια, πάτησα το δικό μου φεγγάρι.