Στήλη ύδατος και στήλη άλατος
24-05-2018

Toν έλεγα μπαμπά στο σπίτι και κύριο στο σχολείο. Σε μια έκθεση, Γενάρη του 1960, δηλώνω πως αγόρασα από τα κάλαντα τη Μυστηριώδη νήσο του Βερν. Θυμάμαι μόνον τον Πενκρώφ που ήταν ναύκληρος και τον κάπταιν Νέμο. Αλλά το διάβαζα λυσσασμένα. Σε άλλη έκθεση με ελεύθερο θέμα διάλεξα «μια ξαφνική βροχή». Ήταν γεγονός της 25ης Μαΐου. Είχε πλημμυρίσει το ταρατσάκι του σπιτιού που νοικιάζαμε. Στο ταρατσάκι παίζαμε με τον αδερφό μου. Συνήθως βάζαμε σε ροζαλιά σωληνάρια Τυζάλ λίγη Πιπεραζίνη, που ήταν φάρμακο για τα νεφρά και έμοιαζαν με πορώδη μικρά λευκά σκουληκάκια. Βάζαμε και έντομα μέσα, και λίγο νερό, κλείναμε το καπάκι και γινόταν πύραυλος το σύνολο. Κάναμε τα μυρμηγκάκια αστροναύτες. Η μετάφραση της Μυστηριώδους Νήσου είχε μπει στη λέμφο μου. Ηφαίστεια, καταστροφές, δραματικές περιγραφές. Τα νερά από το ταρατσάκι είχαν μπει στην κουζίνα και ο πατέρας μου βγήκε με ένα ξύλο να ξεστουμπώσει την υδρορρόη και γύρισε μουσκίδι. Θέλοντας να το περιγράψω, έγραψα «μια τεράστια στήλη νερού εισόρμησε στο δωμάτιο» και άλλα, μελοδραματικά. Στην έκθεση εκείνη έβαλε μια τζίφρα μόνον- μήτε καλή, μήτε κακή. Τον ρώτησα και μου λέει «είχες πολλές υπερβολές». «Μα» του αντιλέγω «τέτοιες περιγραφές έχει και η Μυστηριώδης Νήσος» . Οπότε κορδώνεται, παίρνει ύφος τραγικού ηθοποιού και πομπωδώς απαγγέλει με οίηση : «Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι» φροντίζοντας να του ξεφύγει ένας λυγμός.

«Αυτό έκανες» μου λέει. «Πέρασε νερό στην κουζίνα και χάλασες τον κόσμο.  Σιγά μη μπήκε ο Νιαγάρας!»

Κάθε φορά που ανοίγω χώρο για όμβρια, βλαστημώντας το κέρατό μου το τράγιο, μούτσατσα και τα λοιπά, θυμάμαι πως δεν εισορμά καμία στήλη νερού στο  δωμάτιο.