«To 1970 στη Βόλβη / με τον Σταμάτη Χονδρογιάννη / ψάχναμε για δρόμους αρχαίους / και αποτυπώναμε σπίτια. / Υπήρχε σύγχυση / μας ξέφευγαν πολλά / οι μετρήσεις ήταν ανεπαρκείς / οι δρόμοι τούρκικοι / αλλά δεν υπήρχε ζήτημα -/ αυτά διορθώνονται. Ήδη / το 1971 / πολλά ανακαλύψαμε / περισσότερα συμπεράναμε / ακριβώς μετρούσαμε / και λοιπά. Μας ένοιαζε όμως / το πιοτό, η διασκέδαση / τα κοινωνικά προβλήματα / και η μουσική. Ποτέ πια δε σταθήκαμε / σε μια έξυπνη ξυλοκατασκευή / σε λαϊκά ανάγλυφα / και αγιογραφίες 18ου / Είχαμε ξεφύγει / από πολλές αναζητήσεις / γιατί επιτέλους πετύχαμε.»
[Προσπέκτους, 1977]
Εντάξει, το είπαμε ήδη, είμαι ποιητής ενός αστέρος, όταν το σύμπαν μετράει την στιχική από πενταψήφιο αριθμό και πάνω. Αλλά η προσπάθεια να αρχειοθετήσω από μια ποικίλη και κυρίως ελλειμματική κόλαση χαρτούρας τα ευειδέστερα, κάνει τις προσπάθειες των Τρώων αξιοσέβαστα οργανωτικά επιτεύγματα. Για παράδειγμα η θερινή περιοδεία του 1970, συμφύρεται και συγχέεται με μια μεγαλύτερη, του 1971, όπου δεν έιμεσθεν μόνον με τον Σταμάτη, αλλά μαζί μας υπήρχε ο Θανάσης Μπακοπουλος, με μία BMW πενταμισάρα, στην οποία κολλήσαμε μια ψαροκασέλα με τροχό για να χωράμε. Το 1971 διατρέξαμε την διαδρομή Αμύνταιο – Μάκρη Αλεξανδρούπολης και καταλήξαμε τα δύο στον Ποτό της Θάσου. Το 1970, απεναντίας περπατήσαμε από τον Περιστερώνα δίπλα στον Στίβο, έως τα Βρασνά. Ε, οι δύο διαδρομές, όπου και όπως συμπίπτουν έχουν ενσωματωθεί σε μία εγκεφαλική κυψέλη, και το κομμάτι από τις Νυμφόπετρες στα Μακεδονικά Τέμπη είναι ωσάν διπλοτυπία. Δεν θυμάμαι ποια χρονιά είδαμε το δέντρο με τους ερωδιούς, πότε αποτυπώσαμε την κατοικία του ενοικιαστή της Βόλβης και πότε ακριβώς κοιμηθήκαμε μαζί με ένα κοπάδι πρόβατα, πότε βρήκαμε ένα γιαβρί σπούργο και το θάψαμε κλαίγοντας, πότε κατεβήκαμε την σκεπαστή γαλαρία με τη υδροληψία της Ρεντίνας, σε πόσους σταθμούς χωροφυλακής μας έκαναν έλεγχο και πλείστα όσα ανερμήνευτα, μεταξύ των οποίων και αμέτρητα γέλια, μεταφυσικά ευρήματα και μουσικές που βγάζαμε με κιθάρα και μελόντικα και τις θυμάμαι στην εντέλεια, χωρίς ποτέ να ηχογραφηθούν.
Θυμάμαι σκοτεινές και φοβικές στιγμές, φωτιές σε ακρογιάλια και παράξενα ραντεβού με τα κορίτσια μας, τρελά οτοστόπ και τον πύθωνα στο τζιμηλαρείον, αμή και κάτι εκκλησούδια στη Μικρή Βολβη, σαν παροικόσπιτα. Την αναζήτηση του τάφου του Ευριπίδη και μια μαγευτική Μυγδονική Απολλωνία, με παρουσία από το Καλαμωτό στο Γριμποτζάκι, ένα πρόπυλο και δίπλα στο βήμα του Παύλου μια στρατούλα με μαγαζάκια αντωπά, σύγχρονα με το λουτρό και τις ημικυκλικές μπασίνες για τους λουόμενους.
Υπάρχουν λόγοι, ήτοι φωτογραφίες. Εκεί που παίζομε μουσική και σε ποιό ερείπιο στο κάστρο της Ρεντίνας, το καλυβάκι του λεγόμενου Ταρζάν στον Κατζόρλακο, μια τυχαία λήψη του Σταμάτη που τρώει ο μισός σαλάτα στη Μικρή Βόλβη, ο ίδιος Σταμάτης με την καπελαδούρα του πατέρα μου στην κορυφή του υδατόπυργου της Βόλβης, να ορίζουμε αγιογραφικές φάσεις τον Άνω Σταυρό, τις μαύρες νεροχελώνες και το κουρμπάνι του ελαφιού στην Αγία Μαρίνα και που κοιμηθήκαμε σε κατηφόρα κολλητά στην άσφαλτο και ξυπνήσαμε τριαντα μέτρα παρακάτω καθώς η Βόλβη ερχόταν κατά πάνω μας. Δεν γίνονται όλα ποιήματα, συμφωνώ, αλλά δεν γίνεται και κάτι σημαντικό αν βάζεις αναμνήσεις σε μια ουρά που εκκρεμεί σε ένα ταμείο σουπερμάρκετ. Τίποτε δεν είναι ποίηση, συμφωνώ, παρεκτός και την εγκρίνει η ίδια η σκεπτομορφή του χάους.