Σκορδοκαΐλεια
21-02-2019

Μια τελετή χειμώνος, ονόματι Σκορδοκαΐλεια, αφιερωμένη στο σκορδο φυσικά, υπήρξε στη Φλώρινα από τον Μίμη Σουλιώτη, πολλούς φίλους του και Φλωρινιώτισσες κυράδες. Πήγα στις περισσότερες. Ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και έως το φευγιό μας, από Αθήνα σε Κέρκυρα, δεν νομίζω πως έχασα καμιά.

Σε μία αίθουσα, προσφέρονταν κάθε είδους φαγητό και γλυκό (ναι, και σοκολατάκια!) με βάση το σκόρδο. Τα μαγείρευαν οι κυράδες. Η τελετή περιελάμβανε προπόσεις (τις οποίες ο Μίμης λάτρευε) σου φορούσαν ένα δίχρωμο σύμβολο με ένα αληθινό σκόρδο ως παράσημο, και ακολουθούσε πληθώρα χορών, πάντα τοπικών, και μουσική από την κομπανία του Βέρτκα, που ο Μίμης την αποκαλούσε Vertkasband. Πληρώναμε μια συμμετοχή, δεν υπήρχε επιδοτούμενη ψυχαγωγία, προθύμως. Χώναμε και χαρτούρα στα χάλκινα του Βέρτκα που χαίρονταν ότα του ζητούσαμε συγκεκριμένα κομμάτια, από τα «δικά τους». Έχω φωτογραφία που λυώνω έχοντας στέρεο στα αφτιά μου το «μπιλιάνα πλάτνο μπέλεσε».

To κρασί ήταν του τόπου, Σόροβιτς και πέριξ, και το κέφι συνεχές, με τρελά πειράγματα. Προς το τέλος της τελετής, έπαυαν όλα και γινόταν, παρέμβλητη, η εισβολή των «εραστών της φλωρινιώτικης νύχτας». Έμπαινε ένας αψηλός γουστόζος τελετάρχης με την μάγκα του, ανέβαινε σε ένα τραπέζι και παρίστανε πως ελέγχει ένα σμάρι από κεφάτες γυναίκες που χόρευαν γύρω του. Μετά, οι «εραστές» μοίραζαν στους καλεσμένους διαφανή γάντια μιας χρήσεως και μπούκερνε στην αίθουσα μια φραντζόλα χάσικο ψωμί μοσχοβολιστό, που μόλις βγήκε από φούρνο. Μαζευόμασταν πέριξ οι γαντοφορεμένοι και διαμοιράζαμε σε όλους κομμάτια από το ψωμί. Ενίοτε, όταν ο καιρός ήταν χάλια, δραπετεύαμε εν σώματι έως την πρώτη δημόσια κρήνη και τραγουδούσαμε χορωδιακά. Χιόνι, σινιάκι, χιονοθύελλες και ψόφος που τρυπούσε τα άνορακ, ήταν ποθητό περιβάλλον.

Το μυστικό ήταν στους καλεσμένους. Ήταν όλοι εκεί, όλα τα μιλέτια, οι μειονοτικοί, οι εθνικόφρονες, όλοι. Αρκετές φορές έτρωγα και έπινα μεταξύ του κοινοτάρχη της Μελίτης και του ιστορικού των Ποντίων και ακαδημαϊκού δασκάλου. Σούζα όλοι, μελίρρυτοι και ευχαριστημένοι.

Για να φτάσουμε, λόγω εποχής, συχνά διασχίζαμε την Ελλάδα μέσα από παράδρομους, επειδή τα Σκορδοκαΐλεια συχνά έπεφταν πάνω στις αγροτικές κινητοποιήσεις. Και επιστρέφοντας στις μονιές μας, ο καθένας είχε ήδη σταμπάρει ένα μερακλίδικο χασάπικο για εξειδικευμένο όργιο στο σπίτι. Παίρναμε μαζί μας και υλικό: συνταγές, κατεβατά υπέρ της σκορδοκαϊλείας και παρόμοια.

Οι «ξένοι» που καλούσαμε, συνήθως μαγεύονταν.Και αυτή ήταν η πρόθεση του Μίμη. Να συνυπάρχει το διαφορετικό χωρίς συστημική αποξένωση. Δεν ήταν λαογραφική εκδήλωση με τα σχετικά ντεσού. Ήταν οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και ένας μονόδρομος για κάθε μιλέτι, για να απωλέσει την μάσκα του πείσματος.