H γυναίκα μιλούσε στο τηλέφωνο. Μία ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που ακουμπάνε το κινητό τηλέφωνο στο μάγουλό τους και χάνουν τον κόσμο γύρω τους και το ακουστικό τους ρουφάει μέσα στη συζήτηση, ενώ τρίζουν τα φανάρια και οι μηχανές των αυτοκινήτων τρέμουν από την υπερένταση. Και αυτή η επαφή του τζαμιού με το δέρμα είναι το νέο άγγιγμα, το απαραίτητο, το δεδομένο και ίσως για αρκετούς το μοναδικό.
«Από κοντά θα τα πούμε! Από κοντά!».
‘Ηταν επιτακτικό, αλλά έκρυβε και κάποιου είδους μητρικού συναισθηματισμού. Βάδιζε με την αυστηρότητα του ύφους της ο λαιμός, το χέρι. Ίσως πάνω από όλα να έβαζε την ασφάλεια της συζήτησης χωρίς κανένα εξωτερικό περισπασμό.
Ποιος ξέρει τι επιζητούσε η ιδιωτικότητα που απαιτήθηκε, αλλά και η εγγύτητα που φαντάζει σαν μία αξία πια περιθωριακή.
Βέβαια και «η εικονική πραγματικότητα» μπορεί να επιφέρει ίδιο συναισθηματικό δέσιμο με την κανονική των αισθήσεων πραγματικότητα και άλλα συναφή αποτελέσματα σε σώμα και ψυχή. Εκείνη επέμεινε να γίνει η συζήτηση από κοντά και θαύμασα την αναγγελία της αναμονής και την αυτοσυγκράτηση.
Τι ωραία τρέλα!