Σημειώσεις μεταπανδημίας
31-05-2021

Mε μια καβάτζα από σπαταλημένες μέρες και νύχτες, άρχισα να ζω το βίο ενός διπλά εμβολιασμένου όντος, ξεμυτίζοντας ενίοτε στις παρυφές και στα μπούνκερ της κάποτε πτωχομάνας Θεσσαλονίκης. Οι δρόμοι, τα τοπωνύμια, οι άνθρωποι και το ανοιξιάτικο φως δημιουργούν μια διαφορετική εντύπωση. Ας πούμε, οι γλάροι. Τα σκουπίδια δεν έχουν διαμορφώσει δυσώδη λοφάκια, και τα πουλιά δεν δαπανούν πολλήν ώρα να ξεψαχνίσουν αυτό που τρώνε. Στα απέναντι μπαλκόνια σπανίζουνε νέοι άνθρωποι, και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα μοιάζουν ματιασμένα και δυσκίνητα. Από ραδιόφωνα και εφημερίδες, άσε το διαδίκτυο, καταφθάνει αντηχούσα μια πόλη έντονων βραδινών συγκεντρώσεων, ενθουσιωδών παρτάκηδων και πληροφορίες για ένα μπούγιο που ξεσπάει στις σπάνιες ανοιχτωσιές, όπως στο πανεπιστήμιο. Ενίοτε, το πένθος περισσεύει καθώς έχουν χαθεί ή χάνονται γνωστοί και φίλοι, ενώ η καθημερινότητα, αδάμαστη, πανηλίθια και επιτηδευμένη, αποθαρρύνει ακόμη και ένα ευπρεπές σιχτίρισμα. Τζάμπα παινεύεται η ΒΟΑΚ και τα συναρπαστικά στατιστικά της διότι οι κρητίκαροι, σιγά μη πειθαρχήσουν στο ΚΟΚ. Οι πόλεις έχουν γεμίσει με κενούς, αχρείαστους χώρους, τα χρήματα σπανίζουν εν γένει και «αξίες» οπως η συνάθροιση μιας παρέας δεν αποτελούν πλεον δημόσιο αγαθό.

Αυτό που άλλαξε, είναι η κατανομή του πλήθους. Μερικές εκατοντάδες παρτάκηδες σε τέως ανοιχτούς χώρους, αραιώνουν φρικτά την τρέχουσα κίνηση στις γειτονιές. Αλλά το συνωστισμένο πλήθος, πρακτικά, είναι αριθμητικά το ίδιο, και η πόλη δεν πυκνώνει συστηματικά: οι ίδιοι άνθρωποι, οι καταχωρημένοι σε ηλικιακές ομάδες, συμπεριφέρονται απλώς διαφορετικά. Αν καεί μια συστάδα βαγονιών, είναι οι φρέσκοι άμαθοι φερέοικοι που δεν ξέρουν τα κατατόπια. Παραβατικοί με μπόλικη αυθάδεια, περνάνε ζωή χαρισάμενη. Ξέρουν πως το «μάντρωμα», η «σύλληψη» και το «ποινολόγιο» είναι κενές περιεχομένου λέξεις. Οι γέροντες, όπως πάντα, υποφέρουν, αλλά οι πορτοφολάδες σπανίζουν και μόνον οι εφαψίες κρατάνε το χούι αξιοπρεπώς.

Είμαι σίγουρος πως οι καλημέρες που μοιράζω είναι διαφορετικές και απευθύνονται σε ποικίλες μορφές νεκροφάνειας.

Αν δεν διανύαμε τον εικοστόν πρώτον αιώνα, αλλά τον έβδομον, θα στοιχημάτιζα πως θα ήμασταν στα πρόθυρα της δολοφονίας του Περβούνδου, του επικεφαλής μιας σέχτας Βλαχορυγχίνων που οι μπαγιάτισσες γερόντισσες κατατρύπησαν με βελόνες πλεξίματος και τον άφησαν, ματωμένη μάζα, στα μάρμαρα, στα πλακόστρωτα και στα στηθαία της διασταύρωσης Βενιζέλου, που σκοπεύουν οι ανίδρωτοι αχμάκηδες να αδειάσουν σε ένα διαθέσιμο διατηρητέο μπούνκερ, στο Χαρμάνκιοϊ.