Ψάχνοντας σιντι με παλιές ηχογραφήσεις, βρήκα ένα σημείωμα που έλεγε: “I love you, take care, Jullia”. Μεταφέρθηκα 21 χρόνια πίσω.
Ήταν η πρώτη φορά που έβαζα μουσική σε μαγαζί, ένα παρακμιακό καφέ στον πανέμορφο Πλακιά της Κρήτης όπου ιδιοκτήτης ήταν ένας γκάκστερ απατεωνίσκος με καλή καρδιά που είχε και πάρε δώσε με μαυροπουκαμισάδες. Εκείνο το καλοκαίρι δεν το ξέχασα ποτέ για πολλούς και διαφόρους λόγους όμως είχα ξεχάσει την Τζούλια, μέχρι που πριν λίγο βρήκα το σημείωμα της.
Έβαζα φλούδες από πορτοκάλια στα μάτια, ή έσκυβα στο μπουθ και τους έπαιζα κουκλοθέατρο με τ’ ακουστικά, ή έκανα γκριμάτσες και σαπουνόφουσκες και γενικά περνούσαμε τέλεια. Οι γονείς άφηναν τα παιδιά σε μένα και πήγαιναν ήσυχοι για λίγο την βόλτα τους και το αφεντικό ήταν ενθουσιασμένο αφού όταν αυτοί επέστρεφαν, έπιναν τα κοκτέηλ της κακιάς ώρας που τους σέρβιρε.
Έτσι γνώρισα και την Τζούλια.
Η Τζούλια όταν δεν ξεκαρδιζόταν στα γέλια, με κοιτούσε με θαυμασμό, παρακολουθούσε την κάθε μου κίνηση κι εγώ την έβαζα στο μπουθ μαζί μου, πράγμα που δεν έκανα με τα υπόλοιπα παιδάκια. Αυτή σκαρφάλωνε στα πόδια μου, της φορούσα τ’ ακουστικά και βάζαμε το επόμενο κομμάτι σε συνεργασία.
Η μητέρα της μου είπε ότι με είχε ερωτευθεί παράφορα. Τους είχε υποχρεώσει μάλιστα τις δεκαπέντε μέρες που έμειναν στον νησί, να βρούνε δάσκαλο αγγλικών για να συνεννοείται μαζί μου γιατί ζήλευε την μαμά της που μπορούσε να μου μιλάει.
Το τελευταίο βράδυ η Τζούλια δεν είχε όρεξη να είναι dj μαζί μου. Καθόταν μπροστά μου κατσουφιασμένη, είχε τα χέρια της σφιχτές γροθίτσες, μου μιλούσε γεμάτη παράπονο στα Γερμανικά κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν η μικρή άρχισε να κλαίει. Η μαμά της την πήρε αγκαλιά και η μικρή μου έκανε νόημα με το δαχτυλάκι της να πλησιάσω. Το έκανα και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το βλέμμα της ήταν ώριμης γυναίκας και όχι παιδιού και έβαλε την μαμά της να μεταφράζει. Μου είπε αν θα μπορούσα να την περιμένω γιατί θέλει να με παντρευτεί και έβγαλε απ’ την τσέπη της το σημείωμα και μια ζωγραφιά που έδειχνε έμενα, τον σκύλο μου, μια μπλε θάλασσα και αυτή με κίτρινα μαρκαδορένια ξανθά μαλλιά.
Η τελευταία εικόνα που έχω είναι να βρίσκεται στην πόρτα, μέσα στην αγκαλιά της μαμάς της και να με κοιτάει όπως δεν μ’ έχει κοιτάξει άνθρωπος ποτέ ξανά. Έστελνε με το μικρό της χεράκι φιλιά προς το μέρος μου, εγώ χαμήλωσα την μουσική κι αυτή μου είπε με τα μόνα αγγλικά που είχε μάθει – I love you my dear Dimitris και την επόμενη στιγμή έφυγαν.