O Oδυσσέας φεύγοντας απο το λιμάνι της Κίρκης, πήρε δελτίο καιρού από την «Τειρεσίας predictions SA» και έμαθε ότι η επιδημία των τρελών αγελάδων δεν είχε υποχωρήσει στα Sunny islands της Apollo resorts, οπότε δεν έπρεπε να αγγίξει αυτός ή το πλήρωμά του παρά μονον φυτική τροφή.
Το δρομολόγιό του ήταν έτσι σχεδιασμένο, ώστε θα περνούσε δίπλα από το Σειρηνόκαστρο. Ήταν ο πιο διάσημος τόπος απόλαυσης στην αρχαιότητα, ξακουστός παντού, ώσπου άνοιξαν κάτι παράγκες με ερμαφρόδιτους ζητιάνους στην άλλη άκρη της Γής, κι εκεί πήγαιναν οι έκδοτοι των Ηδονών. Άνδρες, γυναίκες, άνδροι, γυναικίτες, μάνες θηλάζουσες τα τέκνα των ώσπου να βγάλουν γένια (οι μάνες), κυράδες γαμουθεντοβιόλες και τρίφυλλα, ακόμη και πεντάφυλλα όντα και κάτοχοι των τεσσάρων πυλώνων της Καύλας, ήτοι οι σερνικοβότανοι, οι απέριττοι δραχμολαπαβίτσες, οι εμμονικές προσφυγοριγηλές, και ο πολύπειρος ορειβάτης που ήταν σπίρτο στα γεννητικά και στούρνος στα επίλοιπα. Αλλά αυτήν την ραψωδία, ο Όμηρος της έβγαλε από το έργο του και ήβαλε την Σκύλλα και την Χάρυβδη, διότι οι αναγνώστες διαβάζοντάς την, έπεφτε ο ερεθισμός της επαναστατημένης σάρκας και ξενυχτούσαν αναιτίως αυτοαναφορικά σεξιστές, ώσπου τους έπεφταν τα πουλιά στην τάλασσα και ήρχονταν μετά τα γκουβέρνα και ανέβαζαν το ΦΠΑ μήπως σηκωθούν και εκείνα.
Στο Σειρηνόκαστρο ήταν παράγκες με ταμπέλες «ο μαύρος Κύκνος» που πρόσφερε λιαστό κρασί, ή «η Αμμοβόλος Στρουθοκάμηλος» που είχε μπίρες ζυμωμένες με αφιόνι. Ο Οδυσσέας μέτρησε το πουγκί του, όταν είδε τον τιμοκατάλογο που ήταν χαραγμένος σε βράχο και έκρινε πως δεν μπορούσε να βινήσει και να βινηθεί όλο του το τσούρμο. Το βράδι που τράβηξαν την βενζινάκατο στην άμμο, μέθυσε τους ναύτες του και κολύμπησε ως το Σειρηνόκαστρο. Πήγε σε όλες τις παράγκες και δοκίμασε πάσαν σάρκα, λιπωμένην και στεγνοκαθαρισμένην, έλουσε και λούστηκε με κάθε ηδονικό άτομο και μετά του τραγούδησαν οι μορφωμένες ένα άσμα χορευτικό, που πολλούς αιώνες αργότερα το έκαναν διάσημο η Σόουλα και η Δίσκω. Αγόρασε κερί αποχαιρέτησε την μανδάμ Πολιτική, την κοκκώνα Εξαπάτηση και την διάσημη πολύτρητον Εξουσία και έφτασε αξημέρωτα στην παραλία και καμώθηκε ότι κοιμάται με τους συντρόφους του.
To πρωί μοίρασε ωτασπίδες στο πλήρωμα και έπαιξε τον σεμνό. «Να με δέσετε στο κατάρτι, διότι θέλω να παραμείνω βασιλεύς και καπετάνιος σας» τους είπε. Έτσι κι έγινε. Πλην πάνω στην κωπηλασία έγιναν δύο τινά. Πρώτον, οι Σειρήνες τραγούδησαν άλλο κομμάτι που έσπαζε τις συχνότητες και το άκουγαν οι ναύτες από τον ουρανίσκο και δεύτερον, οι κοντά στον Οδυσσέα έξι κωπηλάτες πρόσεξαν ότι το αιδοίο του ήταν ταλαιπωρημένο και αχαμνό και ήταν έτοιμοι να καταγγείλουν την αμαρτία του στην διευρυμένη Επιτροπή του Κόμματος, αλλά ο Οδυσσεύς φρόντισε να περάσουν ξυστά από την Σκύλλα και την Χάρυβδη και τα τέρατα πήραν τους έξι κωπηλάτες από το πλεούμενο και τους ήφαγαν.
Η περίπτωση του Σικελικού αυτού Εσπερινού είχε τόσο σεκς ή σχιεκς (sex) ώστε οι ιερείς της Δωδωναίας φηγού και η πανέμορφη Ειρεσιώνη Γκαβλίνοβα που φύλαγε τις ιερές πύλες και εκράτει την αμπάρα του Αχέροντος, ελογόκριναν το αυθεντικό κείμενο παρουσιάζοντας την περιπετειώδη εκδοχή, αφαιρώντας στήθη και νεφρολειχίες, τετράβυζα και δεινές αναζητήσεις λαγόνων που απαντούσαν συχνά σε είκοσι τουλάχιστον δακτυλικά εξάμετρα, αφήνοντας στην αρχαιότητα της εποχής του σιδήρου την αίσθηση της απλής κεκαυλωσύνης, περίπου οικογενειακής ενώ ήτον κολασμένη και σαλιασμένη ωσάν μοσχί που έβραζε στο λιοπύρι, έξω από το καλάθι της ψαρόβαρκας.