Αρχές καλοκαιριού, μόλις έμπαινε ο Ιούνιος συνήθως, ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά, παρότι όλα τους ήταν αναμενόμενα μα και τόσο άφθαρτα ακόμη, έκανε την εμφάνισή του και το θερινό σινεμά. Βεβαίως είχε προηγηθεί κάποιο απόγευμα η σχετική αναγγελία περί της ενάρξεως της λειτουργίας του από την ντουντούκα τού αργά διερχόμενου επί τούτου, ανά τας ρίμας και τας οδούς της συνοικίας, αυτοκινήτου. «Προσοχή – Προσοχή: Σήμερον το βράδυ θα προβληθεί στο σινέ Άγγελ η ταινία «Αστέρω» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Κατάλληλον δι΄ ανηλίκους. Ώρα ενάρξεως: 9.00. Τιμή εισιτηρίου: 6 δραχμές. Για τα παιδιά κάτω των πέντε ετών η είσοδος είναι δωρεάν». Άρχιζε τότε εκ μέρους μου η γκρίνια, συνεχής και κλιμακούμενη, μέχρι να αποσπάσω την υπόσχεση ότι το βράδυ θα πάμε σινεμά! «Πάψε πια ψυχοβγάλτη, μας τρέλανες με την μουρμούρα και την γκρίνια σου. Είχες δεν είχες τα κατάφερες, πέρασε πάλι το δικό σου. Για πρώτη όμως και τελευταία φορά, σε προειδοποιώ. Άντε τώρα, πήγαινε να πλυθείς και ν΄ αλλάξεις. Και φρόντισε να ντυθείς σωστά», με ενημέρωνε στο τέλος δήθεν απαυδισμένη η μητέρα.
Αφού έδινα υποσχέσεις περί μη επαναλήψεως παρόμοιας συμεριφοράς εκ μέρους μου, πλήν περιττές μιας και ήταν περισσότερο από σίγουρο πως λίαν συντόμως θα τις αθετούσα όλες, εξαφανιζόμουν περιχαρής να ετοιμαστώ. Υποψιάζομαι ότι κι εκείνη, καθώς και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, πολύ το ήθελαν το σινεμαδάκι, απλώς άφηναν εμένα να δημιουργήσω την σχετική πίεση, να βγάλω δηλαδή το φίδι από την τρύπα… Και μόλις σουρούπωνε ξεκινούσαμε πεζή οικογενειακώς για το «σινέ Άγγελ». Με το ένα χέρι κρατώντας την απαραίτητη ελαφριά ζακέτα και το άλλο χωμένο στην ασφαλή, την τεράστια παλάμη του πατέρα, ανηφορίζαμε από την 7η που ήταν το τσαρδί μας, στην 8η στάση της νυν λεωφόρου Δημοκρατίας και πρώην Βασιλίσσης Φρειδερίκης, όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος της περιοχής ή και σκέτο λεωφόρος Μενιδίου. Καθότι άρχιζε μεν από την πλατεία των Αγίων Αναργύρων, αλλά τερμάτιζε στο Μενίδι.
Στρωμένο όλο με ψιλό χαλίκι, καταβρεγμένο ελαφρώς και καλά ποτισμένα τα μεθυστικά γιασεμιά και τα ταπεινά αγιοκλήματα που περιέτρεχαν και κάλυπταν μέχρις επάνω τους πλαϊνούς τοίχους, την οθόνη στο βάθος μπροστά φωτισμένη, από τα ηχεία να γλυκολαλούν λαϊκά τραγουδάκια του συρμού, τα ίδια και τα ίδια σταθερά για χρόνια, τον πιτσιρικά με τον νταβλά κρεμασμένο στο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει στον μεσαίο, τον κεντρικό διάδρομο κυρίως, διαλαλώντας την πραμάτεια του, «έχω φυστίκι αράπικο, φυστίκι αιγίνης, σταφίδες, πασατέμπο, στραγάλια, ταμ – ταμ, σινάλκο, μπυράλ, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, γκαζόζες, σάμαλι γωνία και κώκ, λέγετε παρακαλώ», μας υποδέχονταν το «σινέ Άγγελ». Ο συνομήλικός μου και μετέπειτα φίλος Στέλιος Σωτηριάδης έβγαζε μεροκάματο ή μάλλον «νυχτοκάματο», ως μικροπωλητής. Ήταν από άλλον μαχαλά και δεν τον γνώριζα ακόμη τότε. Αργότερα τον θυμάμαι μάλιστα, εκεί γύρω στην εφηβεία, να είναι μόνιμος θαμώνας του σινεμά. Κάθε φορά που πήγαινα, θα τον συναντούσα απαραιτήτως. Όρθιος ο Στέλιος στις μπροστινές θέσεις πριν την έναρξη ή κατά το διάλειμμα, φορώντας εναλλάξ ένα μαύρο ή ένα λευκό σετ από παντελόνι και μπλούζα ζιβάγκο μες το κατακαλόκαιρο, κοίταζε σταθερά προς τα πίσω και περιεργάζοταν με άνεση τους θεατές. Παρίστανε προφανώς τον ωραίο και γάμπριζε, εξ ου και το εύστοχο παρατσούκλι «Ερρίκος Μπριόλας» – γνωστός πλην δευτεροκλασάτος ζεν πρεμιέ της εποχής – που του κόλλησε ο έτερος Καππαδόκης, ο κοινός μας φίλος Γιώργος Χαρωνίτης.
Σπεύδαμε λοιπόν να εξασφαλίσουμε αρχικά καλές θέσεις. Στην συνέχεια άρχιζαν, παρά τα κατ΄ οίκον συμφωνηθέντα, οι πάγιες απαιτήσεις μας για κανένα κώκ ή σάμαλι. Ήμασταν παιδιά στερημένα, λαχταρούσαμε τόσο τα γλυκά και τα παγωτά. Τα φώτα σε λίγο χαμήλωναν κι άρχιζε η μαγεία! Ακόμα και τα προπαγανδιστικά «επίκαιρα» κατά την έναρξη της προβολής με θέματα πολιτικής επικαιρότητας, τα κινούμενα σχέδια ή τα «προσεχώς», είχαν κι εκείνα την γοητεία τους. Τα διεσταλμένα έκπληκτα μάτια μου δεν χόρταιναν να κοιτάζουν την οθόνη. Όλες οι εμπορικές κωμωδίες και τα κοινωνικά δράματα της Φίνος – Φίλμ κυρίως, αλλά και της Κλακ – Φίλμ και πλείστων άλλων εταιρειών παραγωγής της δεκαετίας του ΄60 και του ΄70, παρήλασαν από το «σινέ Άγγελ». Καθώς και αρκετές «ξένες» επίσης, όπως «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», «Η καλύβα του μπάρμπα – Θωμά», «Το παιδί και το δελφίνι», «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», κ.ά. Ούτε συζήτηση για ιταλικό νεορεαλισμό ή νουβέλ βάγκ και τα συναφή. Έπρεπε να τα ανακαλύψω μόνος μου και πολύ αργότερα όλα αυτά στις αίθουσες του Κέντρου, στην «Αλκυονίδα» και το «Studio» κατά την χειμερινή περίοδο ή στην «Ηλέκτρα» της Πατησίων και στο «Λιλά» τα καλοκαίρια. Και στον «Ζέφυρο» των Πετραλώνων βεβαίως, με το μαγειρευτό φαγητό κατόπιν στου «Οικονόμου», ακριβώς απέναντι. Έτσι κατάφερα να συμπληρώσω ως ενήλικος κι εγώ, κουτσά – στραβά, τα μεγάλα κενά και τις ελλείψεις της κινηματογραφικής μου παιδείας.
Τότε, στις αρχές του ΄60, συνέβησαν και δύο περιστατικά που αναστάτωσαν πολύ τον κοσμάκη. Το πρώτο ήταν κάποιο βραδινό «γύρισμα» μιας ταινίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στις γραμμές του τρένου, λίγα μόλις μέτρα από το πατρικό σπίτι. Παρότι έχω δει όλες τις ταινίες της Αλίκης και ειλικρινά σας διαβεβαιώ δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό, ομολογώ πως ποτέ μου δεν κατάλαβα η σκηνή που παρακολούθησα, για ποια ακριβώς ταινία προοριζόταν. Ίσως να κόπηκε η σκηνή στο μοντάζ, δεν το γνωρίζω. Τέλος πάντων. Ήταν προχωρημένη η ώρα όταν έπεσε το σχετικό σύρμα. Και ξαφνικά, μέσα στην άγρια νύχτα, σηκώθηκε όλη η γειτονιά στο πόδι. Άπαντες ξεχυθήκαμε αναστατωμένοι με τις πυτζάμες, τις ρόμπες και τα νυχτικά, όπως ήμασταν από τον ύπνο για το σημείο του γυρίσματος. Κάμερες, προβολείς και συνεργείο ήταν επί ποδός, σε πλήρη δράση. Πράγματα απίστευτα συνέβαιναν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Στο επίκεντρο όλων αυτών, κυρίαρχη κι αστραφτερή ήταν βεβαίως η πρωταγωνίστρια. Το Αλικάκι, το χαρισματικό αυτό πλάσμα όσο και ανεπανάληπτο, έκανε ξανά και ξανά το ίδιο πλάνο. Προχωρούσε αλαφιασμένη και παραπατώντας δήθεν ανάμεσα στις ράγες, ενώ από την αντίθετη κατευθύνση ερχόταν κατά πάνω της ένα βαγονέτο. Οι ασπρόσκλητοι θεατές δεν καταλάβαιναν τι στο καλό πήγαινε στραβά, ποιο ήταν το λάθος της και κάθε τόσο ο σκηνοθέτης φώναζε με την ντουντούκα «στοπ» και άντε πάλι, φτου κι απ΄ την αρχή, να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Σε κάθε διακοπή η Αλίκη αποτραβιόταν ελαφρώς θυμωμένη σε μια γωνιά κι εκεί της διόρθωνε τα μαλλιά η κομμώτρια, που μπορεί όμως να ήταν και μακιγιέζ, γιατί βλέπαμε να την πουδράρει επίσης. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε. Δεν παρουσίαζε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η όλη κατάσταση. Και αφού η περιεργειά μας να δούμε από κοντά την μυθική «γατούλα» του σινεμά είχε πλέον κορεσθεί, επιστρέψαμε ήσυχα μέσα σε χασμουρητά στα ζεστά κρεβάτια μας.
Το δεύτερο σημαντικό περιστατικό που συνέβη ήταν αυτό με την μεγάλη μας Γεωργία Βασιλειάδου, την και «άσχημη» αποκαλούμενη, μιαν ηθοποιό στον αντίποδα θα λέγαμε της χαριτωμένης και όμορφης ενζενί – την μετέπειτα και εθνική μας σταρ αναγορευθείσα – αλλά εξ ίσου δημοφιλή με εκείνη. Πράγμα πρωτοφανές για την λαϊκή συνοικία μας ήταν η άφιξη της Βασιλειάδου στο «σινέ Άγγελ». Θα έδινε, λέει, ζωντανή παράσταση! Στις κολόνες της ΔΕΗ κολλήθηκαν οι σχετικές αφίσες με το πρόσωπό της, ενώ το ειδικά ναυλωμένο αυτοκίνητο με την ντουντούκα επί μέρες περιέτρεχε κάθε απόγευμα τους χωμάτινους δρόμους της συνοικίας αναγγέλοντας το μέγα γεγονός και μας ξεκούφαινε. Υπήρξε σφοδρή αναστάτωση, πρεμούρα μεγάλη κατέλαβε το φιλοθεάμον κοινό. Το βράδυ της παράστασης έγινε από νωρίς κοσμοσυρροή στο ταμείο του σινεμά, δεν θυμάμαι αν ήταν «τσιμπημένο» το εισιτήριο, θα σας γελάσω… Ο ιδιοκτήτης του, ένας Αγγελόπουλος ονόματι, έτριβε τα χέρια του περιχαρής. Η Βασιλειάδου κατέφθασε με αρκετή καθυστέρηση και σκαρφάλωσε όπως – όπως και καταχειροκροτούμενη στην ξύλινη εξέδρα, την ειδικά διαμορφωμένη για την περίσταση μπροστά από την τεράστια οθόνη. Τα δύο όρθια μικρόφωνα που έστεκαν στο μέσον τής αυτοσχέδιας σκηνής ήταν και το μοναδικό ντεκόρ της. Επρόκειτο ολοφάνερα, για όσους τύχαινε να γνωρίζουν την θερινή πρακτική πολλών καλλιτεχνών, περί μια συνήθους «αρπαχτής» και τίποτα περισσότερο. Ο διψασμένος κοσμάκης όμως το έβλεπε διαφορετικά το ζήτημα.
Πήρε θέση μπροστά από το ένα μικρόφωνο και καλησπέρισε θερμά τους θεατές. Μπροστά στο άλλο την θέση κατέλαβε ένας συμπαθής κύριος αγνώστων λοιπών στοιχείων. Την ρώτησε λοιπόν, γιατί άργησε τόσο πολύ να έλθει, σε τι οφειλόταν αυτή η καθυστέρηση. «Επειδή ήλθα με το λεωφορείο, παναθεμάτο. Ήταν φίσκα από κόσμο, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν τις σαρδέλες», του απάντησε εκείνη και συνέχισε: «Για να καταλάβεις τι εννοώ, από πίσω με ζούμπαγε ένας νταγκλαράς της αεροπορίας, από δεξιά ένας φαντάρος, από αριστερά ένας ναύτης και μπροστά μου είχα έναν λοκατζή. Κι όλοι αυτοί με ζουμπάγανε από παντού!». «Κακώς. Πολύ κακώς. Θα έπρεπε να κατεβείτε και να πάρετε ένα ταξί», της αντέτεινε αθώα ο ατακαδόρος. «Μπα, τι μου λες, εύκολο το ΄χεις εσύς; Πως να κατεβώ απ το λεωφορείο με τόσο στριμωξίδι και με τέτοιο ζούμπηγμα;». «Μα για γλιτώσετε την ταλαιπωρία, σας το λέω», επέμεινε εκείνος. «Έλα όμως, που εμένα μου άρεσε το ζούμπηγμα…», τον αποστόμωσε όλο σκέρτσο και νόημα η παθούσα, ενώ ο κοσμάκης από κάτω έξαλλος παραληρούσε…
Από κοντά την συνάντησα το 1979 στο Τρίτο Πρόγραμμα. Την είχε καλέσει ο φίλος Γιώργος Παυριανός που σκηνοθετούσε για το ραδιόφωνο «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή να κάνει τον ρόλο της Εκάβης και είχε δεχτεί. Πλην όμως δεν ήταν στα καλά της, είχε καταβληθεί πολύ. Υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Ένα ατύχημα επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας της, την σακάτεψε άσχημα. Ήταν επιβάτις σ΄ ένα ταξί και κρατούσε στα χέρια της ένα ρολόϊ τοίχου, όπως μας εξήγησε, όταν ο ταξιτζής «μπαμ» ξαφνικά τρακάρησε. Και για να διακωμωδήσει την κατάσταση συμπήρωσε: «Ε, λοιπόν για να καταλάβετε πόσο σφοδρή ήταν η σύγκρουση, ένα θα σας πω: Το ρολόϊ τοίχου που κρατούσα, μετατράπηκε σε ρολόϊ χειρός… Ζουμπήχτηκα κι εγώ κανονικά. Τώρα φοράω τέσσερις μπλούζες. Με έχει κάνει σαν κρεμμύδι η κόρη μου, μ΄ έχτισε κανονικά πριν φύγω από το σπίτι». Αφού ηχογραφήθηκε κουτσά – στραβά το πρώτο και τελευταίο δυστυχώς επεισόδιο με την φωνή της κι έπρεπε να αποχωρήσει, με παρακάλεσε ο φίλος μου να την συνοδεύσω από τον πρώτο όροφο έως την έξοδο της ΕΡΤ για να πάρει ταξί. Με κράτησε αγκαζέ και προχωρήσαμε πολύ αργά, με ρυθμό χελώνας. Κυριολεκτικά έσερνε τα βήματά της. Ένιωθα απέραντο σεβασμό και συγκίνηση για εκείνο το ταλαιπωρημένο, αλλά πάντοτε υπέροχο πλάσμα, που κρεμασμένο από το μπράτσο μου το οδηγούσα προς την έξοδο. Ούτε λόγος να της αναφέρω το παλαιό περιστατικό με τό άλλο, το αστείο «ζούμπηγμα» του «σινέ Άγγελ». Άσε που σίγουρα δεν θα το θυμόταν. Αλλά και τι νόημα θα είχε;
Δεν πέρασαν λίγοι μήνες και ανακοινώθηκε ο θάνατός της. Η Γεωργία Βασιλειάδου γεννημένη το 1897, έφυγε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980. Στην εξόδιο ακολουθία που ήταν δύο μέρες μετά, παραβρέθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έκανε πολύ κρύο, ψιλόβρεχε, λίγος ήταν ο κόσμος που προσήλθε στο Α’ Νεκροταφείο να την αποχαιρετήσει. Παρότι αποφεύγω συστηματικά τις κηδείες, εξαιρουμένων βεβαίως εκείνων των προσφιλών μου νεκρών, αυθορμήτως πήγα. Καθώς φαίνεται και την συγχωρεμένη για δικό μου πρόσωπο την είχα και κάπως έτσι την υπολόγιζα. Έκτος των πολλών στιγμών χαράς και γέλιου που μέσα στα χρόνια χάρισε σε όλους μας, για μένα υπήρχε, βλέπεις, και κάτι ακόμη. Υπήρχε εκείνο το πονηρό υπονοούμενο, το αφελές, των παιδικών μου χρόνων, η χαριτωμένη εκ μέρους της περιγραφή για το δήθεν «ζούμπηγμα».
Υ.Γ.
Έχω ακόμη φυλαγμένο το ευχαριστήριο μπιλιέτο που αργότερα έλαβα από την Φωτεινή Αποστολίδου, την κόρη της Γεωργίας Βασιλειάδου, για την παρουσία μου στο Α’ Νεκροταφείο.
*στίχος του Άρη Δαβαράκη