Θερινό σινεμά στην Αίγλη Ζαππείου. Λάθος μέρα. Έκθεση βιβλίου που πρέπει να διασχίσουμε. Λάθος μέρα. Συναυλία με ήχο που τρυπάει τα τύμπανα. Λάθος μέρα. Πολύχρωμες εκρήξεις βεγγαλικών στον ουρανό μας. Λάθος μέρα. Μετρ απολογούνται σε ασύρματα ακουστικά πως δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο απόψε. Παντού η ανθρώπινη αίγλη.
Ο έτσι μόλις βρεθεί σε παρέα πάνω από έξι άτομα χρειάζεται χαρτοσακούλα για ανάσες. Εγώ είμαι σούπερ ήρωας, με βάζω σε γυάλινη κάψουλα, αδιαφορώ για το τι συμβαίνει γύρω. Μια φορά προσπάθησα να τον στριμώξω δίπλα μου, αλλά πήγε να μου πεθάνει. Πλαν b. Του μιλάω ασταμάτητα. Προχωράω με ρυθμό βάδην προπόνησης, εκείνος ακολουθεί, τα βήματα βέβαια και τα λεγόμενα μου μάλλον τον εκνευρίζουν όσο ο κόσμος, αλλά περάσαμε από τη βουή και σταθήκαμε στην ουρά. Η ταινία του Γούντι Άλεν. Έχει το κοινό του αυτός. Για τους λάτρεις της απλότητας στο χιούμορ… Όμως λάθος ημέρα. Σάββατο. Αφού πέρασαν δυο τέταρτα της ώρας και οι φλέβες στα κουτουπιέ ήταν μωβ στα περισσότερα γυναικεία πόδια, φτάσαμε στο ταμείο και μας είπαν ότι δεν υπάρχουν διπλανές θέσεις αλλά σκόρπιες. Ο έτσι με κοίταξε με το γνωστό βλέμμα αν ξαναβγώ εγώ Σάββατο να μην με λένε Θανάση. Εγώ πήρα τα εισιτήρια μπήκα στην αυλή. Αίγλη κι κει. Μάρμαρα και προσεγμένη πρασινάδα και φωτισμός τόσο όσος και θέσεις σκόρπιες, μία μπροστά μία πίσω. Που άμα το ξέραμε έτσι θα πηγαίναμε στο λούνα παρκ στο παιδικό τρενάκι. Αλλά βολευτήκαμε στην αίγλη της κυπαρισσί καρέκλας σκηνοθέτη. Ενώ τα προσεχώς σου τρυπούσαν τα μελίγγια. Και η διαφήμιση του Ικέα με πιασάρικο κομμάτι. Γύρισα πίσω. Λέω μόνο με τα χείλια, Κόκα κόλα και ποπ κορν. Μου δείχνει άλλη μία ουρά, αλλά είχε να με δει ένα μήνα. Επιστρέφει με το χάρτινο κουτί σαν το σκιπ 72 μεζούρες. Πώς θα τα μοιραστούμε. Πώς θα του κρατάω το χέρι μόλις σβήσει το φως. Πώς θα του ψιθυρίζω στο αυτί πονηριές όσο βλέπει την ταινία, πώς θα δω αν γελάμε με τις ίδιες ατάκες, πώς θα με μυρίζει στο λαιμό στο μπρος πίσω;
Τίτλοι έναρξης, εμείς δεν χάσαμε τη διάθεση, με πείραζε σαν να καθόταν στο πίσω θρανίο, εγώ απαντούσα βάζοντας το χέρι πίσω… Ενώ φανερά ενοχλημένος ο μπροστινός είπε ένα μακρόσυρτο σσσσσσσσ. Και συνέχισε λέγοντας μου: ”Μήπως κυρία μου σας ενοχλεί η ταινία;” ”Δεν έχει αρχίσει η ταινία, θέλετε να κάνω ησυχία για τους τίτλους αρχής;” ”Θέλω να ακούσω τη μουσική” είπε αγριεμένος. Ενώ μπαμ μπουμ τα βεγγαλικά, κρουστά από τη συναυλία, γέλια και μουρμουρητά γύρω γύρω… Αυτόν τον ενοχλούσα εγώ.
Η ταινία άρχισε. Έτρωγε χοτ ντογκ με μουστάρδα και κέτσαπ. Όταν λέρωνε τα δάχτυλα ρουφούσε σαν να τρώει σαλιγκάρια. Ο έτσι είχε έρθει πολύ κοντά στην πλάτη μου. Ακουμπούσα το κεφάλι μου πίσω, δίπλα στο λαιμό του. Δεν κάναμε φασαρία. Βλέπαμε το πολύ κομψό και ευχάριστο «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη». Κραγιόν ανεξίτηλα, κολωνάτα ποτήρια, αρώματα και βραδυνά χτενίσματα, γόβες στιλέτα σκονισμένα από τα χαλίκια. Τον μπροστινό τον πήρε ο ύπνος.