Οι νικητές του Εμφυλίου έμειναν εμβρόντητοι επί αρκετά χρονάκια μετά το 1949. Καταμεσής του Ψυχρού πολέμου, δεν έλεγαν να παρατήσουν τους ασύρματους, τους κατασκόπους, τις εκτελέσεις, αλλά και τον ΙΔΕΑ, ενώ εκείνο το Συνέδριο με την αποσταλινοποίηση, το θεώρησαν μουσαντένιο.
Ωστόσο, έως το 1958, συνέχισαν να αντιπαλεύουν με τους ομοϊδεάτες τους, υπό την κλασική συνθήκη του «δεν θα μας την βγει ο Καραμάνλαρος ως εργώδης μανιαμούνιας». Η Αυλή, το κακώς λεγόμενο «παρακράτος» (κράτος ήτανε) και οι επαγγελματίες αντικομμουνισταράδες είχανε πιάσει τα Δερβενάκια, συγκεντρώνοντας τη μαγιά των «εγγυητών» του καθεστώτος.
Τότε, ο «δεξιός» δεν ήτανε ρόλος, αλλά υπερπαραγωγή. Ρόλος άρχισε να γίνεται όταν ο Καραμανλής εγκατέστησε με ασφάλεια (έτσι νόμιζε) έναν τρόπο να υπάρχεις. Ράλλης, Παπαληγούρας και άλλοι συναφείς, είχανε παραδοθεί, με ολίγες υπέρ του δέοντος ανακτορικές συμπάθειες. Το Κέντρο ήταν μια συλλογή από πεπεισμένους μαχητές των Δεκεμβριανών και της Μακρονησίου Περιόδου όπου μόνον ο πρόωρα χαμένος Καρτάλης και ο παραδόξως ψιλοσοβιετίζων Μαρκεζίνης έθεταν τα πλακάκια τους με το μήνυμα που εξόργιζε την απόστρατη γενιά «έχουν και οι αριστεροί καρκιά».
Η Αγγλοκρατία της Κύπρου και η κοινοβουλευτική τέχνη της ΕΔΑ, οδήγησε, χάρη στην δυναμική στάση του Καραμανλή να υποτάξει τελείως του βαρώνους του, σε ένα εκλογικό σύστημα – έκτρωμα που οδήγησε στο αναπάντεχο 24% της ΕΔΑ. Το 1958. Ανέκρουσε πρύμναν ο Καραμανλής και χρειάστηκε τους ματαιωμένους εθνικόφρονες που θα έστρεφαν το ελληνικό μπαρκομπέστια στη νομιμότητα, ήτοι βία και νοθεία, βρωμόξυλο και ΕΟΤ, ξένοι ηθοποιοί στην Ακρόπολη, σινεμά και Ξενία, αλλά και κεντρώες απόπειρες (Πάνος Κόκκας) να φυτέψουν κεντρώους στο σύστημα.
Και τον μεν Γρίβα-Διγενή τον ξωπέταξαν εύκολα, αλλά η συμμαχία Κλικλή-Παπανδρέου-Μητσοτάκη δεν φαινόταν αδύναμη. Κι όταν έσκασε το 1961, η Αυλή άρχισε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, και η Πρεσβεία ωσαύτως. Ο Καραμανλής είχε χάσει, αλλά δεν το κατάλαβε.