Αύγουστο, τζίτζιλο του 904. Ο Λέοντας Τριπολίτης, ελληνόφωνος της Αττάλειας και τώρα εξωμότης, ποδίζει Θάσο, κόβει ξυλεία, στήνει μηχανές κι έπειτα, με πενήντα και τέσσερα καράβια, έρχεται Σαλονίκη, τηνε πατάει 31 Ιουλίου και φεύγει για Κρήτη και μετά Ταρσό, με είκοσι και δύο χιλιάδες αιχμαλώτους. Αυτά γράφει ο Καμενιάτης, υποτίθεται σύγχρονος της συμφοράς αλλά εδώ και λίγα χρόνια, μερικοί υποψιάστηκαν πως πρόκειται για μεταγενέστερη λογοτεχνία. Δε μπαίνω σε αυτά. Μένω στην περιγραφή του απόπλου. Αρμένισαν από Θεσσαλονίκη για να περάσουν το Ποσείδι, αλλά ενδιαμέσως, σε τόπο ονόματι Βολβό, καβαλάρηδες πρόλαβαν τον στόλο και ζήτησαν «ρητάς τινας γυναίκας», να τις λυτρώσουν. Τις βρήκαν, πληρώθηκαν και έφυγαν προς τη μοίρα τους.
Βολβός (άνω και κάτω) ήτα οικισμοί ανάμεσα στα σημερινά Νέα Πλάγια και Νέα Φλογητά. Ανήκε ο ένας τουλάχιστον, στην μονή Ιβήρων πολύ αργότερα. Άνω και κάτω Βολοβότ υπήρχε και μεταξύ Κιλκίς και Μελισσουργού. Χώρια η Βόλβη. Μεγάλη και Μικρή. Αυτά με δαιμονίζουν, αλλά για τα μάτια.
Το μόνο που μ’ ένδιαφέρει από πάντα δηλαδή είναι οι ρητές αυτές γυναίκες. Οι κατονομαζόμενες δηλαδή. Όχι «θέλω μια μπουταρού και τρεις λιγνές, η μια καλόγρια», μήτε «πάρε λεφτά κι ό,τι να ‘ναι». Οι τρεχαλητές ήταν καβαλαραίοι. Άρα όχι πτωχομπινέδες. Σαλονίκη- Βολβός, παραπάνω από 65 χιλιόμετρα, κι όχι με τον σημερινό δρόμο. Θα άφρισαν τα αλόγατα με γκαγκάν γκαγκάν ωρών τριών και τεσσάρων. Παρεκτός και κάποιος μαΐστωρ Πετρωνάς, του ήρθε μήνυμα και ήταν στ’ αμπέλια στα Φαρμακαίικα και πήρε το πουγγί του και ήρτε στις αμμούδες κάτω από τη Σπάρτωλο, εκεί που κάποτε κυβερνούσαν τη Βοττική οι διωγμένοι από «τη» Πέλλα. Να σώσει τη μάνα, τη μπατζανάκισσα, την κόρη, την αγαπητική του;
Ή μήπως ήτουνε γιούφτος υποστατικός που δεν του έδιδαν την κόρη από σόι κι εκείνος βρήκε ευκαιρία να τηνε κλέψει, αυτήν και το σόι της και τηνε βάτεψε βραδιάτικα στο ρέμμα στην Νέα Τένεδο ψηλότερα; Η ήτουνε ρήγας σκλαβήνος Στρυμονίτης που ήφτακε στη Σαλονίκη με τους τοξευτές να βοηθήσει απρόθυμα και είπε στην κυρά του και στις γειτονοπούλες του,την Αρδίτσα την Ζωράννα και την Γιαμπανού «ελάτε να σας υπάγω στη Μέλκα να ψωνίσετε και γυρνάμε όλοι μαζί άμα τελέψουμε»
Δεν ξέρω. Μπορεί να τους είπε για την Κάρναμπι, τον Σίμηνα, το ΙΚΕΑ ή την Φαμ Κιούκα.
Ήτανε πάντως ρητές και τις ασήμωσαν καβαλαραίοι. Αυτή είναι η αλητεία του λογοτέχνη και πείθομαι εξ αυτού πως η αφήγηση είναι πεποιημένη.