Ποτέ δεν πίστεψα πως το ραδιόφωνο ήταν δημόσιο αγαθό. Μήτε ματόκλαδο δεν ανοιγόκλεισα προσπαθώντας να κατανοήσω τα ερτζιανά κύματα, καθώς τα μεσαία, τα βραχέα και τα υπερβραχέα, αποτελούσαν για την πεπερασμένη μου συνείδηση, τρόπους για να περάσει η τεχνική του Γκαίμπελς σε ένα ευρύ κοινό. Και αν το ραδιόφωνο διέθετε κρυφή μηχανή πειθούς, η τηλεόραση, με την αξιοθρήνητη παράθεση εικόνων, ήταν πάντοτε μία ιδιωτική εγκεφαλική σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου λογικών, προσωπικών, διαστάσεων.
Το ραδιόφωνο που γνώρισα ήταν ένα μικρών διαστάσεων Σιέρα, από σκούρον καφέ βακελίτη και διάτρητη όπισθεν επιφάνεια από ξυλοτέξ λειασμένο που άφηνε το βλέμμα να αισθανθεί το γαλαζωπό χώμα των λυχνιών. Έμπροσθεν, ένα γυαλί με τσόχινο δείκτη και αναγραφή δεκάδων πόλεων. Τα μεσαία και τα βραχέα με ένα μοχλάκι στο δεξί κουμπί. Και το φως που ανεδύετο, κίτρινο της χολέρας κι όχι εμετού νυχτερίδας. Υπήρξε οικογενειακό αγαθό έως την εμφάνιση της φορμάικας και του ξύλου τηκ στην επιπλοποιία, ήτοι λίγο πριν αυγάσει η δεκαετία του 60. Τότε ακριβώς, ο πατέρας έφερε καμαρωτός «τρανζίστορ» Φίλιπς, όπως εκαλείτο φορητό ραδιόφωνο, δίχρωμο, καφέ-μπεζ, διαστάσεων διπλής τοστιέρας. Το Σιέρα, ήδη χτυπημένο από πτώση στην πίσω άρθρωση, δεν πετάχτηκε, αλλά επιτάχτηκε: το τοποθέτησα δίπλα στο μαξιλάρι μου, κάθε βράδι το άνοιγα και πέρασα μαζί του σε όλη την δεκαετία του 60. Xάρη σε αυτήν τη γειτονία, άκουγα από ετερόφωνους σταθμούς το πόλεμο των έξι ημερών (με ένα εμβατήριο αραβόφωνο) και αργότερα, χάρη και σε ένα μπομπινόφωνο, κατέγραφα τυχαίες εκπομπές του ραδιοφώνου και τις συνδύαζα με δικά μου λογάκια, πλάθοντας αυτό που αργότερα αποκαλούσα «ηχομυθιστόρημα». Ακόμη κι αυτό το κατάργησα, επειδή ξέμεινα από μπομπίνες και έγραψα πάνω σε μερικές με «ηχομυθιστορήματα» LP των Χόλις, των Τρογκς και των Τζέφερσον Ερπλέην. Ήταν δουλειά του δισκάδικου, που χρέωνε μία δραχμή το τραγούδι στην δική σου μπομπίνα.
Από το Σιέρα πάντως άκουσα νυχτερινή μουσική που δεν περίμενα καθώς και εκπομπές σε δύσβατες βαλκανικές κυρίως γλώσσες, καθώς και «φωνή της Αμερικής». Ήταν αδύνατο να δημιουργήσω το παραμικρό χωρίς ραδιόφωνο, όπως την πάτησα και με την τηλεόραση που, από την ασπρόμαυρη περίοδό της, με συντρόφευε, μονίμως ανοιχτή και ψιχαλίζουσα, επί δεκάδες χρόνια. Συνήθως άκουγα διαβάζοντας, μελετώντας ή γράφοντας. Ήταν ένα παράλληλο κανάλι που ποτέ δεν με εμπόδισε. Αυτό οδήγησε στην άκρα υπερβολή, ακούγοντας φερ’ ειπείν, ένα τραγούδι που δεν έπιανα εξ αρχής τους στίχους, αλλά με γοήτευε, να φτάνω να επινοώ άλλους στίχους, που φρόντιζα να διατηρώ σε τεφτεράκι, μη μου ξεφύγουν.
Ακόμη και σήμερα, θυμάμαι ξεκάρφωτες μελωδίες, που δεν καταφέρνω να εντοπίσω στις μηχανές αναζήτησης: το χορωδιακό «Λίμα», το ταγκο «Υπέροχα» όπως ακριβώς προανήγγελε η εκφωνήτρια, ένα γιαπωνέζικο που άρχιζε «γιαμι γιαμι οταμιμάμι» και ο στίχος κατέληγε σε κάτι σαν «σαλαγιού» και πάντως δεν το έψελνε η Τίμι Γιούρο. Έπρεπε να ενσκήψει ο βαθύζωνος Πέρι Κόμο, η αγροίκα φωνή της Σοφία Λώρεν που τραγοδούσε ένα μάμπο, το Τζάμπορι του Μάνου Χατζιδάκι για μια συνάντηση στον Μαραθώνα («από την άκρη της Γης ξεκινήσαμε, σα μαγεμένα της άνοιξης πουλιά…») ή το χαμόγελο του Μίκυ Χαργκιτέη, συνοδεύοντας το «Συνέβη στην Αθήνα» για να αποθηκεύσω εν μέρει την μουσική μου παιδικότητα. Άσε που όλα υπήρξαν και βιώθηκαν επειδή η μόνη μουσική που θεωρούσα αντιπαθή, ήταν ζωντανή, από φαντάρους που ταξίδευαν από το στρατόπεδό τους προς την υποστολή της Σημαίας και στον δρόμο βροντοφώναζαν είτε το άσμα του φαντάρου που ζητούσε από την κοπέλα του να τον αγαπήσει «γιατί τον φαντάρο θα χάσεις και θα μείνεις με τρία παιδιά», κι εκείνο το εμβατήριο που κατέληγε στην ιαχή «έξω Βουργαριά! Ουστ!» στα χρόνια του Κυπριακού, ανκαι είκοσι χρόνια αργότερα χαιρόμασταν που ο Ζίφκοφ στάθηκε στο πλευρό μας τον καιρό της Επιστράτευσης, στο άλλο, το καταματωμένο Κυπριακό.
Μετά άνθισε το ροκ και έκτοτε όποτε τραγουδώ, η φωνή μου είναι γεροντικώς ραγισμένη.