[ Dear doctor, I’ve been soakin’ up drink like a sponge ]
Ανάμνησιν ανασύρω ότε ήρξατο Μάρτιος με ριπάς ψύχους, ήμην δε πρώτη Γυμνασίου και ήτρεχα δεκατριετής στο παλαιόν γήπεδον εν Γιαννιτσοίς, παρά τω καραγιαπή ανεγειρομένου νέου γυμνασίου πέντε γύραις με τον κασκορσέ και ιδρωμένος εκάθησα σε κάτι μπετά και ο ιατρός κύριος Κανδυλάκης, ον εκάλεσαν οι γονείς μου, είπεν «πνευμονία» και ημέρας έξι ψηνόμουνα ως ρέγγα σε εφημερίδα δεχόμενος ενέσεις εντός μεταλλικής θήκης αντιβίωσιν με μιαν βελόνην νααα με το συμπάθεια, και ο πυρετός δεν έπεφτεν, ώσπου εκλήθη μπάμπου μάγισσα και με εχάραξεν την πλάτην με τέσσερας χιαστί ξυραφιές και πατήκωσεν κοφτάς βεντούζας και γέμωσεν με αίμα εκάστη υάλινος βεντούζα και μετά έγραψα σε τεφτεράκι πυρετούς διότι είχα ίρτζι συγγραφικόν. Ήτο δε 1961, επί καραμανλισμού και αργότερον ήλθε κυβέρνησις Δόβα.
Δεκαεπτά δε έτη παρήλθον, πάλι Μάρτιος, ήμην ετών 30 και πλήρης θρασυτάτου αλμπενίου, είχα συμπληρώσει ξυλάγγουρον διδακτορικόν και το περιέφερα εις θαλάμους εμπίστων καθηγητών να λάβω γνώμας και όντως με εβοήθουν, απέκτησα δε το αυτοκίνητον ονόματι «κατρέλ Αριστείδης» δίδων τω αντιπροσώπω ένα μάτσο γραμμάτια, τα οποία υπέγραψα εν τραπεζικώ καταστήματι της Εγνατίας, διότι τότε έτζι εγίνοντο αι συναλλαγαί και όχι με κάρτες και ρέπος και μαλατσίες, και εμάνθανα στοιχεία Γαλλικών διότι είχα ραντεβού στα Παρίσια να δώκω δύο διαλέξεις στην Εκόλ Πρατίκ και πήγαμεν εις την οδόν Πολωνίας βράδι και χαρτοπαίζαμε αμέτρητους κούκους α βολοντέ και το θήλυ τμήμα του έναντι ζεύγους είπε «ανοίγω την πόρτα φλομώσαμε στο τσουγάρο» και είχα το ρεύμα πλάτη, αλλά ό,τι και να έπραττε η Εκείνη μου άρεζε και την άλλην πρωίαν πάλε πνευμονία, άγρια όμως, ημέρας δέκα με καταπότια και πρώτη φορά πολλά οράματα, τα οποία και κομπόδεσα και αποθεραπευθείς πήρα το Κατρέλ Αριστείδης και ταξίδεψα εντός των ονείρων που είχα ιδεί, πρώτα Δελφούς, είτα Ολυμπίαν, Μυστράν και Δωδώνην, ακολουθώς τας ρήσεις εντός των εφιαλτών μου ήτοι του Απόλλωνος, των Ολυμπίων Θεών και του Γεωργίου Γεμιστού, του και Πλήθωνος. Θεραπευθείς δε έδωκα εξετάσεις για μια υποτροφία και μία θέσιν αναστηλωτού και τα σιγαρέττα ίσαμε τριάντα ημερησίως, είτα ο μεγάλος σεισμός.
Είκοσι και ένα χρόνια μετά, πάλιν Μάρτιος, ότε είχα στη μέση την «Δεξιά Ερωμένη» ξανάγινα μπλαβής, το 1999, και την ήπαθα διότι εν υπογείω εργαζόμενος ανοίξασι παραθυρόπον και το κρύψασι όπισθεν βιβλίων και κατέστην ερείπιον και με πήγασι σε δωμάτιον κλινικής βλέπον τον Θερμαϊκόν και ηπάθαινα παρακρούσεις και βλέπων φορτηγά έλεγον «αχ έρχονται τα ταραμάδικα γεμάτα νηστήσιμα και φυλάξτε μου κανένα κεσεδάκι» και μου χώσανε οξυγόνο και όποιος ήρχετο να με ιδεί, σύζυξ ή αδελφός ή μάνα ή κόρη ή ο Σβάρτσιζ ήχαναν το χρώμα των και ήκουγα το κλάημα των στο ασανσέρ και την Φαραώνα να τους εξηγεί τας αναλύσεις ώσπου ήρτε ιατρός με μια βελόνα ναααα με το συμπάθιο την κόντευα την περικαρδίτιδα ώσπου μετά από τρεις ουρλιαχτικές εκ μέρους μου οιμωγές ενέπηξε τη σταυροβελονιάν εν τη πλάτη και βγήκαν διάφορα σλιάκατα υγρά και γύρισα σπίτι, τελείωσα την «Δεξιάν Ερωμένην» και αφέθηκα σε πνευμονολόγον φίλον του Μπίλη και μετά μήνους έξι, βελτιώθηκαν τα νούμερα της αναπνευστικής ανεπαρκείας, οπότε ξανάρχισα να περπατώ με ψυχραιμίαν και τότενες δεν ξεύραμεν από υποκείμενα νοσήματα τα οποία έως και σήμερα εναλλάσσονται στο φουαγιέ της ζωής μου, ενίοτε δε πλακώνονται στις φάπες, διότι έκαστον όργανον κάμνει τα δικά του και βαρέθηκα να κάμνω τον διαιτητήν.