Δεν είναι η πρώτη φορά που η Θεσσαλονίκη θα υποστηρίξει «τα αρχαία της». Ή θα διχαστεί. Ή θα συγκρουστεί σε ανυπόφορη σκιαμαχία. Ή θα πάθει παροδική αμνησία. Αυτές οι έριδες έχουν καταντήσει ιδιώνυμες και εθιμικές. Είπαμε: η πόλη του «όχι». Αλλά μετά από τόσα χρόνια παρών σε αυτό το θέατρο ποικιλιών, επιμένω πως λίγα άλλαξαν από τη σφαγή του Ιπποδρόμου και τις διαφορές Ζηλωτών και Ησυχαστών. Την Σαλονικιώτικη νοοτροπία, την εκφράζει τέλεια ένας Παοκτσής που βλέποντας το «ελάφι», το ίνδαλμά του, τον Γιώργο Κούδα, να χάνει μια φάση και αμέσως μετά ως δια μαγείας να ρίχνει ένα γκολάκι, αναφώνησε, με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος: «Μαλάκα! Κουδάααρα!» Από τη θλίψη στη χαρά.
Στο βάθος αυτών των διαχωρισμών, των, τέως των νυν, και αυτών που θα ακολουθήσουν, να ξέρετε ένα ασφαλές πόρισμα: τσακώνονται πρόσωπα, όχι αρχές, λειτουργήματα και όχι ιδέες, και εμμονές, όχι κρίσιμα ζητήματα. Φυσικά, οι ιδεολόγοι θα έχετε την εντύπωση πως συγκρούονται εξουσίες. Άμα δείτε καμία, φέξτε μου να γλυστρήσω.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι γράφω, επειδή ενόσω γράφω, δεν μιλάω, άρα δεν τραυλίζω. Δεν υπάρχει καλύτερος σιγαστήρας για να μη θυμάσαι τα καψώνια, το μπούλινγκ που τράβηξες.
Πρώτη εικασία: Το Κελλάριον
Και κατ΄επαγωγήν, ο «Κελλάριος όρμος». Εννοώ τη μασχάλη του έσω Θερμαικού, εκεί όπου στρέφει η ακτογραμμή προς το Παλατάκι, αλλάζοντας κατεύθυνση μετά το Μέγαρο Μουσικής. Υπάρχει μία αναφορά για μια «προσόρμιση» που συγκέντρωσε μια μάζωξη πλωτών επιδρομέων, οι οποίοι, από το λεγόμενο παλαιόθεν Κελλάριον έκαναν περιπολίες και ράτζιες, εποπτεύοντας την πόλη «από δύο μίλια». (Δεύτερη βίβλος θαυμάτων Αγιου Δημητρίου, θαύμα πρώτον: περι της κατασκευής των πλοίων των Δρογουβιτών, των Σαγουδατών, των Βελεγεζιτών και άλλων τινών). Οι επιδρομείς ήρθαν με μονόξυλα, και μάλιστα μεταποιημένα για να αντέξουν την άμυνα των Θεσσαλονικέων. Οι επιδρομείς ήρθαν και πέρασαν, το Κελλάριο ξεχάστηκε. Αλλά συνέβησαν δύο τινά.
Πρώτον, υπήρξε μια υπόθεση εργασίας, σε μελέτη του 1975, που τοποθετεί το Κελλάριον, βάζοντας τη μεζούρα, εκεί όπου υπήρχαν τα λεγόμενα Κονιορδέικα, μπροστά από το σπίτι που έμενε ο Λαλάκος Παπαδήμας, ο αφανής εκδότης της «Ρέμινγκτον» του Γιάννη Πάνου. Ίδια εποχή ή λίγο πρωτύτερα, ανιχνεύτηκε ένας διαμήκης μόλος, ολόκληρος κάτω από το κύμα της θαλάσσης, ευθύς, που διέτρεχε σε μικρή απόσταση από την παραλία, από την Καλαμίτσα και το Καλαμάκι έως το μικρό Καράμπουρνου και ερμηνεύτηκε ως μόλος λιμένος. Πιθανόν της αρχαίας Θέρμης, καθώς είχαν ξεκινήσει και ανασκαφές σχετικές. Αυτός ο μόλος, ήταν τάλε κουάλε παρόμοιος με αρκετούς αρχαίους λιμένες, οπότε βόλευε η εικασία πως τα «νεώρια» της Θεσσαλονίκης που πυρπόλησε ο Περσέας μετά την μάχη της Πύδνας, μπορεί να βρίσκονταν εκεί.
Δεύτερον, καθώς ο μόλος, η παρακείμενη ακτή και ο οδός Σοφούλη έβαιναν παράλληλα, το Σχέδιο πόλης αγνοώντας την «προσόρμιση», πρόβλεπε οικοδομικό τετράγωνο στα ριζά του λεγόμενου «Κελλαρίου». Άρα και πολυκατοικία που μπορούσε να χτιστεί πολύ κοντά στον όρμο. Η επανάσταση των παραπίσω ιδιοκτητών δεν άργησε. Η γουαναμπή πολυκατοικία έκοβε την ανεμπόδιστη θέα προς την θάλασσα. Οι γείτονες που θα έχαναν την υπεραξία της θέας, αναστατώθηκαν και έψαξαν τρόπο να γλυτώσουν. Και κάποιος διάβασε ή του είπασι για έναν ιστορικό όρμο, άρα ταίριαζε με τους νόμους Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη περί μεσαιωνικής πολεοδομίας που υπήρχε ως παράρτημα σε πρόσφατη έκδοση του Αρμενόπουλου. Κάτω τα χέρια και τα πηλοφόρια από το Κελλάριον, λοιπόν.
Δυστυχώς η ευτυχώς, τα βυζαντινά τοπωνύμια σπανίως είναι ακριβώς προσδιορισμένα. Ειδικά στα ανοιχτά της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Εκεί, η Αγία Ανυσία, ένας Τριακονταστάτης, ο Άγιος Θωμάς, η κρήνη «Αρμουμένη» (μπαναΐα μου) ο άγιος Ερμογένης, ο Άγιος Φαντίνος, αμη και η Βουκεφάλεια, υπήρχαν, αλλά χωρίς συντεταγμένες. Μόνον τα δύο μίλια εποπτείας της πόλης, που «έδεναν» χονδρικώς με το Κελλάριον, εάν ήτον εκεί.
Πήρα κι εγώ η ορφανή ψυχή τον κανόνα και τον διαβήτη και χάραξα μια ευθεία παράλληλη με τα τείχη της πόλης, απέχουσα δύο μίλια από αυτά. Ήτοι μεταξύ 2,8 και 3,2 χιλιομέτρων, ανάλογα με το μίλι διαφόρων παλαιών εποχών. Μίλι στη στεριά=χίλια διπλά βήματα. Η ευθεία ητον παράλληλη με τα τείχη. Στην περιοχή του φρουρίου Βαρδαρίου και στον πύργο τον λευκό, ή περίπου, έβαλα τον διαβήτη και χάραξα δύο τεταρτοκύκλια ώσπου να τρακάρουν με στεριά. Ανατολικά, η καμπύλη έπεφτε στο Κελλάριον ή «κοντά». Δυτικά τράκερνε σε άλλες στεριές: στην παλιομάνα, στη λεγόμενη «παλαιά κοίτη Αξιού», στην Χηναρού, Καλοχώρι και σαπέρα. Άρα το Κελλάριον, θα έπρεπε να ερευνηθεί αμφιπλεύρως. Η «προσόρμιση» ανέτως βόλευε και στα δυτικά, καθ΄όσον ξέρουμε που έμεναν οι Σαγουδάτοι και οι Δραγουβίτες. Μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βέροιας. Και τότε θυμήθηκα τον Σισίνιο.
Ο Σισίνιος ήταν επικεφαλής βυζαντινού στόλου που «έσωσε» κατά ένα θαύμα του Αγίου Δημητρίου την πόλη, εβδομήντα χρόνια μετά την μεγάλη Αβαροσλαβική επιδρομή, επειδή υπακούοντας σε όραμα του αγίου, δεν πάσχασε στην ερημωμένη Σκιάθο, αλλά ούριος άνεμος τον ήφερε στη Θεσσαλονίκη, που εκείνα τα χρόνια ως κοινότητα υποπτεύονταν έναν λαό που ήρθε από τα βόρεια και δυτικά, τους Σερμησιάνους, υπό την αρχηγία ενός «Μαύρου» ως απόσπασμα τη στρατιάς του Κούβερ, που μπαινόβγαιναν στην πόλη και οι Θεσσαλονικείς φοβόντουσαν πως θα τους την κάμει θερινή. Τα προσφυγικά κύματα στη Σαλονίκη ήταν συχνά και ο Σισίνιος ήξερε τη δουλειά του. Καθώς οι πρόσφυγες ήρθαν από τα μέρη των Αβάρων και οι περισσότεροι κατάγονταν από την Θράκη, έβαλε τους Δραγουβίτες του κάμπου να τους τρέφουν και καθώς επιθυμούσαν επιστροφή στην κοιτίδα τους, οργάνωσε ένα Hot spot στις εκβολές των βάλτων και έβαλε τα καράβια του να οργανώνουν δρομολόγια μετακόμισης προσφύγων από τον καταυλισμό στην Κωνσταντινούπολη. Kαι τα καράβια του δεν ήταν μονόξυλα και πλάβες. Στόλος πολεμικός ήταν. Άρα το hot spot είχε ελιμενισμό. Είχε σκάλωμα. Γιατί όχι το Κελλάριον;
Τελικά, η πολυκατοικία νομίζω πως έγινε, πάντως έγιναν δικαστήρια. Υπήρξαν μάρτυρες. Και στο ένα δικαστήριο έλεγαν πως εκτός από Κελλάριον (κηρυγμένος αρχαιολογικός τόπος ήδη), υπήρχε και ο μόλος, άρα πού πάτε ορέ να χτίσετε, ενω σε άλλο δικαστήριο άλλοι μάρτυρες έλεγαν πως ο μόλος ήταν «φυσική διαμόρφωση, άρα τι μας λένε για μόλο». Έκτοτε το Κελλάριο, το θυμόμαστε όποτε η μασχάλη γεμίζει μάκα, σκουπιδαριό και ζέχνει, οποτε εθελοντές φιλοβυζαντίνοι, το καθαρίζουνε και βγάζουν περήφανοι φωτογραφίες πάστρας.
Είμαι υπέρ της καθαριότητας ασφαλώς, αλλά αισθάνομαι πως μερικά πράγματα δεν πρέπει να «κλειδώνουν» με τα λογάκια, όσο τεκμηριωμένα και να είναι. Τίποτε δεν είναι πιο αξιόπιστο από την ανασκαφή και τις γραπτές πηγές, φυσικά πάντοτε ασφαλώς τεκμηριωμένες.
Η διήγησις είναι πάνυ παιδιόφραστος, κατά μίμησιν και κατ΄οικονομίαν των «θαυμάτων» και άλλων στοχαστικών, δεν έχει μεταπτυχιακό στόχο ή άλλο τι στοχαστικό. Έχει πάντως δίδαγμα: οι υποθέσεις εργασίας είναι καλές, ποθητές, και άγιες, αλλά άλλο η τεκμηρίωση και άλλο η εικασία. Και γώ, εικασίαν ασκώ και δεν σαλαγώ κοπάδια οπαδών ή θαυμαστών. Τον Οκτώβριο, τα ξαναλέμε. Με άλλην εικασίαν αρχαιότητος, απ΄αυτές που έχουν λαϊκή απήχηση.
Α, και μη ταράζεστε. Μια υπόθεση εργασίας ήταν, κόντρα σε μια άλλη, εξίσου σεβαστή υπόθεση εργασίας. Εικασίες δηλαδή. Μη μαζεύετε υπογραφές, μη τρέχετε στο ΣτΕ, δεν θα συνεδριάσει το ΚΑΣ, μήτε ο Περιφερειάρχης.
Τ-τ-τα Κ-κ-κ-κσαναλέμε.