Το χωριό δεν είχε ρεύμα. Μόλις έβαλαν νερό, τουλάχιστον στις αυλές. Οι συνταζούμενοι το έφερναν μέσα στα σπίτια. Ήταν λίγοι. Ήταν 1959. Αμυδρά θυμάμαι έναν γάμο συγγενούς. Αλλά εάν έκοβες μια καλή μερίδα από τον Χρόνο, τη φωτογράφιζες και έβαζες ήχο, θα έβλεπες πως δεν ήταν όλα απλώς διαφορετικά. Ήταν αλλού. Κι αυτή την ανάμνηση θέλω να κρατήσω.
Κύριο θέαμα του γάμου ήταν μια περιοδεία κόσμου από το σπίτι της νύφης στον γαμπρό, προικιά να μεταφέρονται, κι έπειτα, ντυμένοι καλά, ταξίδι προς την εκκλησία. Και ο ήχος ενός, μοναδικού , θρηνώδους κεμεντζέ. Και μπροστά στο ψίκι, άνδρες στο τσακίρ κέφι, κρατώντας μπουκάλι με μισή οκά ρακή, να χορεύουν μοναχικοί, πίνοντας κάθε τόσο. Και σε κάθε στάση, ο κεμεντζές να λαλεί και ο κόσμος να χορεύει. Να τσιμπικώνουν πορτοκαλιά δεκάρικα στο ζεύγος, να εμποδίζουν την ομαδική πορεία, ώσπου κάποιος απ΄το συγγενολόι να φιλοτιμείται και να ανοίγει δρόμο ρίχνοντας στους γονατισμένους λεφτά.
Στο σπίτι που θα γίνονταν το γλέντι, πιατάκια με φούστουρα και τσιριχτά. Και κασέρι και ψωμί, ζυμωτό. Εδώ το ούζο ήταν εμπορίου, σφραγιστό.
Στο χωριό έμεναν Πόντιοι, Φρασαριώτες και Σαρακατσάνοι. Ένα το καφενείο και πήγαιναν όλοι. Αλλά οι Σαρακατσαναίοι έλεγαν λίγα και οι Καππαδόκες μεταξύ τους. Άργησαν να τακιμιάσουν. Έπρεπε ν κυλήσουν κι άλλα βασανιστικά χρόνια.Οι διαδόσεις ξεκινούσαν από διδαχές σε μωρά και παιδιά. Οι μεν θεωρούσαν τους δε φαντασμένους και πολιτικάντηδες, οι δε τους μεν πως χόρευαν στο μαχαλά τους φορώντας τα οστά των νεκρών τους. Λίγοι τραγουδούσαν, μερακλωμένοι. Την Λεμόνα θυμάμαι. Τη Λεμόνα. Ντο θα φτάμεν το σεμώνα. Το γλέντι, με τρία λαμπόγυαλα.
Οι γυναίκες, ότε και όπως εκάθηντο, έπιναν νερό στρέφοντας την πλάτη προς τους άνδρες, και έπιναν γρήγορα και με σεβασμό. Η εκκλησία ήταν μακρυά, στο νεκροταφείο. Παλιά, βουλγάρικη, αλλά με εικόνες φερμένες από τον άγιο Γεώργιο τον Χαλιναρά. Θυμάμαι έναν κασσιτέρινο δίσκο, χτυπημένα γράμματα με καρφί και την επιγραφή Γρουπέφτσι, 1860.
Ήταν νικητές και νικημένοι. Άπαντες. Εύχονταν και κοίταζαν. Αστεία, ολίγα. Πειράγματα για την πρώτη νύχτα, μη μου άπτου και σοβαρά.
Είχα κοιμηθεί σε ένα μεγάλο κρεβάτι σε σκοτεινό δωμάτιο. Δεν ήξερα τίποτε και θα αργούσα να μάθω. Άρχισα από τη φύση. Το ποτάμι, τον ιερό βράχο που τον έσκαβαν περιφερειακά για τον θησαυρό, την χτιστή αρχαία δεξαμενή με το παγωμένο νερό, τα περιβόλια, φραγμένα με βατσινιές, το κάστρο στο Πελίτ, τα γριβάδια στις λούμπες. Πλατάνια, δυο καρυδιές.
Σχεδόν εξήντα χρόνια. Ήρθε το ρεύμα, ήρθε η άσφαλτος, χτίστηκε νέα γέφυρα, ήρθαν τρακτέρια, χάλασε ο χαμελέτας. Και κάθε φορά που κοιμόμουνα βράδι, οι θρύλοι για το αγαθό φίδι με τα κέρατα, και όλοι να φοβούνται μη και λαλήσει ο γκιώνης και κάποιος αποθάνει. Οι μόνοι θησαυροί που βρέθηκαν, ήταν απείραχτα φιδοπουκάμισα και δωδεκάδες αυγά κρυμμένα από αλανιάρες κλώσσες σε θάμνα και ρίζες. Μανιτάρια επίσης. Πληγωμένα περδικόπουλα από τη σβάρνα και μπουφάκια χτυπημένα από άροτρο.
Ήταν αλλιώς και μία από τα ίδια. Δέκα γενιές τουλάχιστον και ήμουν στη τέταρτη. Πολύ μικρός για να ζήσω το αίμα, πολύ μεγάλος για να το μετρήσω.