Πρωτομηνιά στη μαμά
01-01-2020

Μια ψιλοκουβέντα για το πόσο σωστά αγκαλιάζει το κρουαζέ το στήθος, ότι ποτέ δεν πέτυχε το πλατινέ της Λίντα Έβανς, ότι ενώ έκανε εξαέρωση στα καλοριφέρ εξακολουθεί να κάνει μπουρμπουλήθρες το σώμα και με ένα ξαφνικό πλασέ κάτω από τα πόδια μου, “10 ευρώ τη μέρα για προσωπικά έξοδα, είναι πολλά. Δηλ. 300 ευρώ το μήνα. Για σκέψου;” Κι άρχισα να σκέφτομαι το φαρδύ το παρτέρι στην αυλή. Να πάω να ανοίξω ένα λάκκο, να με θάψω εκεί δίπλα στη γαρδένια που φέτος μετά από χρόνια πήρε τ’ απάνω της. Εκεί παρέα με τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς. Η μικρή θα παίζει με τα κουβαδάκια, και θα βγάζω το χέρι μου μέσα από τις κοπριές και θα την χαϊδεύω στα μαλλιά και θα βήχω να καθαρίζει η φωνή μου από της πέτρες και τις παλιορούτες και θα της λέω ότι έχει τα φρύδια της Μπρουκ Σηλντς και να μην κάνει καμιά βλακεία και τα βγάλει, όπως εγώ που είχα πιο λεπτά κι από τη Νέλη Γκίνη θα μάθει και αυτή μην φοβάται πνεύματα και δαιμονικά. Δεν ήθελα το παιδί μου να είναι χεζονίκος. Και μόλις πέφτει η νύχτα, θα βγαίνω από ‘κει μέσα. Θα πλένομαι στο λάστιχο και θα κάνω ζωάρα. Και θα ισορροπώ στα αφόρετα Manolo Blahnik που έχει στο έπιπλο έξω από τη γκαρσονιέρα και θα πίνω μέχρι σκασμού. Αυτό το χλωμό χρώμα που έχει πλέον το δέρμα μου ταιριάζει τόσο με το κοντό καρέ και έχασα και κάτι πόντους σαν να πλατσούριζα στα Πόζαρ. Χτυπάει συνέχεια μήνυμα στο μέσαντζερ από έναν τύπο από τη Θήβα “είσαι θάνατος”. Και πριν τη βόλτα περνάω από το atm και ψείριζω λογαριασμούς με λεφτά για ώρα ανάγκης, ας τα φάω εγώ σε ένα βράδυ παρά να πάνε στην τελευταία δόση του ένφια η σε κάποια κάρτα υγείας που καλύπτει ακόμα και χημειοθεραπεία. Και πριν βγει ο ήλιος θα βγάζω το πατούμενο στη θέση του, θα αφήνω και λίγη λάσπη να αρχίζει η μαμά να κάνει μικρούς κοφτούς σταυρούς, “πώς βρέθηκε εδώ λάσπη” και θα ξαπλώνω στη γη και θα χώνομαι στο αφράτο χώμα σα να είναι πάπλωμα και θα ονειρεύομαι τον τύπο που με ακουμπάει και του κόβεται η ανάσα και λέει ότι πεθαίνει για μένα κάθε μέρα… Κάθε μέρα δέκα ευρώ ρε κορίτσι μου; Και μουρμούρισα μιλητό “Όσο αντέχει ακόμα το σαρκίο μας, κι όσο υπάρχει κάτι στο ψυγείο μας, έρωτα ζωής εμείς θα ζήσουμε, κι όταν θα σβήσουμε, θα μεταλλαχτεί.” Και μου γέλασε…