Είχε σε κάποιο στενό ένα μικρό, ισόγειο, συνοικιακό γυμναστήριο. Όλο έλεγε να αλλάξει την αρχαία ταμπέλα κι όλο δεν την άλλαζε. Κι έμενε έτσι με τον επταψήφιο αριθμό τηλεφώνου κάτω από το όνομα. Όλα παλιά. Δεν τον πείραζε κατά βάθος. Δεν ήταν και στην πρώτη νιότη. Κάποτε ήταν όμως. Κι αυτός και το γυμναστήριο. Είχε περάσει ωραία χρόνια εδώ. Και λεφτάκια ψιλοέβγαζε και παρέες έκανε και τυχερά ένα σωρό είχε. Δεν παραπονιόταν. Ούτε τώρα παραπονιόταν. Απλά έμπαινε μέσα πια από αυτό το πράγμα. Και οκ, μόνος του ζούσε, νοίκι δεν πλήρωνε, νοίκι εισέπραττε, ως τώρα την ψιλοπάλευε. Αλλά έπρεπε να το κλείσει. Το ήξερε κι όλο το ανέβαλε. Δεν είναι μόνο ότι όσο να ‘ναι τον πονούσε, γιατί ήταν το μόνο που είχε χτίσει επαγγελματικά στη ζωή του, αλλά και ότι εδώ είχε συνηθίσει να περνά όλον σχεδόν τον χρόνο του, δεκαπέντε χρόνια τώρα. Ψέματα – δεκαεπτά, σαν χτες ήταν τα δεκαπέντε. Αλλά εντάξει, σε γυμναστήριο θα πήγαινε να δουλέψει πάλι, σαν υπάλληλος αυτή τη φορά κάποιων άλλων. Ψίχουλα θα έπαιρνε, αλλά δεν θα έμπαινε άλλο μέσα. Έπρεπε να το πάρει επιτέλους απόφαση. Να μην το τρενάρει άλλο. Είχε νυχτώσει, νύχτωνε νωρίτερα πια, είχε ανάψει τον ντεμοντέ φωτισμό του μαγαζιού, καθόταν σε ένα όργανο και έκανε πετάλι με τα πόδια, ενώ με τα χέρια σκρολάριζε το κινητό του, ολομόναχος στο γυμναστήριο, κάθε άλλο παρά ολομόναχος στον κόσμο του κινητού του.
Πριν το Δύο Δέκα
28-11-2017