(Κατά το «Χαύνα και Πλαδαρά Πρελούντια για έναν Σκύλο» του κυρίου Ερρίκου Σατί / ο οποίος όμως—προσοχή!—δεν σύνθεσε Ένα, όπως Εγώ, / αλλά Τέσσερα συν Τρία συν Ένα Δεύτερο / που όμως δεν έχει Πρώτο /και φέρουν τα Πρώτα Τέσσερα τους τίτλους / 1. Εσωτερική Φωνή, 2. Κυνικό Ειδύλλιο, 3. Άσμα Κυνικό, 4. Με Συντροφικότητα. / Τα δε άλλα Τρία ως «Τρία Βεριτάμπλ Χαύνα και Πλαδαρά», τους τίτλους / 1. Αυστηρή Επίπληξη, 2. Μόνος στο σπίτι (κάθε τυχόν ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα ή καταστάσεις είναι συμπτωματική), 3. Παίζουμε (βλέπε παραπάνω). / Το δε Δεύτερο χωρίς Πρώτο—κρούσμα ορφανό με περικεφαλαία—τον λιτό τίτλο «Πρελούντιο Κυνικό».)
Ακραία καιρικά φαινόμενα: ποιος θα έφτανε στης φαντασίας τα όρια να φανταστεί όχι κορονοϊούς αλλά πετούμενα χρυσοπράσινα παπαγαλάκια στους ακάλυπτους πολυκατοικιών μεταξύ Μαυρομματαίων και Πατησίων; Να σκουντουφλούν τα δόλια πάνω σε επισφαλή νομιμοφανή μεταλλικά κλιμακοστάσια που νύκτωρ σκαρφάλωσαν του ύψους στα οπίσθια ρυπαρών κτιρίων που παριστάνουν τεχνικά υποκατάστατα κλειστών πλέον ναών της γνώσης; Προσπαθώντας τα εξωτικά αυτά πτηνά να πετάξουν προς την, προς κάποια, ελευθερία; Μήπως όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό; Δεν πρόκειται δηλαδή για φτερωτούς έγκλειστους που παγιδεύτηκαν ασύνετα και θέλουν ν’ αποδράσουν, αλλά για ψυχούλες απελεύθερες που υποκύπτουν στα εγκάρδια νεύματα ενός αταβισμού; Κάτι σαν κληρονομικό ένστικτο «ζώου συντροφιάς» που φτάνει τουλάχιστον ως το πρόχειρο λογοτεχνικό προηγούμενο του Ροβινσώνα Κρούσου, και ψάχνουν απεγνωσμένα συντροφιά ανθρώπινη στα πισόκωλα παράθυρα μισοεγκαταλελειμμένων, περιφρονημένων από ιδιοκτήτες και ενοικιαστές, κτιρίων; Τηρώντας μάλιστα ευλαβικά όλες τις οδηγίες κοινωνικής απόστασης σε σεμνές «επισκέψεις παραθύρου», εν πάση περιπτώσει, παραθυρικές επισκέψεις, «όλο αγάπη». Σε «window visits full of love» συμπυκνώνει η πάντα επινοητική επίσημη αμερικάνικη ορολογία τις επισκέψεις όπου μεσολαβεί διαχωριστικός υαλοπίνακας μεταξύ επισκέπτη και τρόφιμου οίκου ευγηρίας. (Και, μάλλον, πλέον, οίκου λανθάνοντος προγράμματος ευγονικής, κατά την προτεινόμενη διακοσμητική μετωνυμική ορθοφροσύνη των χρόνων της έκτακτης βασιλείας του Κόβιδου τού Δέκατου Ένάτου.)
Στέκονταν σιωπηλό με τα χεροποδαράκια του τα γρυπά γαντζωμένα στο παλιό δίχτυ που προστατεύει το παράθυρο από τα ακατάσχετα λοιμωξιογόνα περιστέρια, τα πολυπληθέστερα και από την άμμο της θάλασσας αστικά χαμηλοπετούμενα. Μήπως ο χαρακτήρας της επίσκεψης ήταν αλτρουιστικός; Παλιά, θα μπορούσε να πει ο κακοπροαίρετος, ή, αντιστοίχως, ο καλοπροαίρετος παρατηρητής, πως ήταν παπαγαλάκι του Παπαδήμου. Μήπως, με αναλογική λογική, τώρα είναι του Τσιόδρα και του Χαρδαλιά, ή ακόμα χειρότερα, εκείνου του δολοφονικού κυβερνητικού εκπρόσωπου Πέτσα, που μας προέκυψε από λάθος δικτατορία; (Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο που να ζήλεψε την κόμμωση του Βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Γιονγκ -ουν. Έσπαζα το κεφάλι μου ώσπου να βρω τι άλλο μου θυμίζει: Μα τον αλησμόνητο Τομ Κόρτνεϊ, στο διπλό ρόλο του επαναστάτη Πάβελ Πάβλοβιτς Αντίποφ—του «Πάσα», νεαρού εραστή της Λαρίζας Φιοντόροβνα, της αξέχαστης «Λάρας» της Τζούλι Κρίστι, στον επικό «Ζιβάγκο» του 1965, του Ντέιβιντ Λιν—, του μετέπειτα στυγερού μπολσεβίκου Στρέλνικοφ. Αλλά πάντως, με κακή άρθρωση.) Μήπως αποσπάστηκε από το στρατό των εθελοντών που έτρεξαν να πυκνώσουν τις τάξεις των αδελφών του ελέους που με το ελάχιστο κόστος των 11 εκατομμυρίων ευρώ που κόστισε η εκστρατεία «επικοινώνησης» (Πέτσας, ο.π.) δύο λέξεων «στην κοινότητα», με το ελάχιστο αυτό κόστος, έκαναν σημαία τους την δυσνόητη έννοια της ανάγκης απομόνωσης και ξεχύθηκαν με αυτοθυσία στους δρόμους να επιτηρήσουν αυτοσχεδιάζοντας τους έγκλειστους λοιπούς; («Μένουμε σπίτι»: σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιες δύο λέξεις κόστισαν περισσότερο στην εθνική ή την παγκόσμια ιστορία: σίγουρα όχι το «μολών λαβέ»· το «εν τούτω νίκα», πάλι, είναι τρεις λέξεις, το «πάνα είναι μόνο μία» τέσσερις· ίσως το «Αθήνα 2004», τότε.) Έξω από το σουπερμάρκετ που δικαιολογημένα επισκέφτηκα μετά από 14 μέρες εγκλεισμού, πάντα κραδαίνοντας επιδεικτικά στο γαντοφορεμένο χέρι μου τη «φόρμα κατ’ εξαίρεση μετακίνησης», με προϋπάντησε εθελοντής με αυτοκόλλητο «μενωσπιτά» στο πέτο του. Προσπάθησε με όλα τα μέσα να με αποτρέψει να μπω στο κατάστημα, ωρυόμενος: «Δεν είπαμε “μένουμε σπίτι”; τί δουλειά έχεις εσύ εδώ;» Αλλά όταν εγώ, αδυνατώντας να απαντήσω ικανοποιητικά, συνέχισα προσποιούμενη οικονομικά την αδιάφορη να προχωρώ προς την είσοδο, εκείνος, σα να μην έτρεχε τίποτα, όρμησε στον επόμενο δυνάμει πελάτη που κινούνταν με επιθετικές διαθέσεις εισόδου στο πεζοδρόμιο, έβγαλε την ίδια αποτροπαϊκή κραυγή, και όταν και εκείνος ο δυνάμει προχώρησε προς την είσοδο αδιαφορώντας, τον άφησε και χύμηξε στον επόμενο κ.ο.κ. Ήταν ένα γλαφυρό παράδειγμα του πόσο αποδοτική μπορεί να είναι μια κοστοβόρα «επικοινώνηση», όταν γίνεται αντικείμενο πρωτότυπης υπερερμηνείας. Ή μπορεί και να πρόκειται για άλλη μια υποπερίπτωση παρενεργειών που μπορεί να προκληθούν από την με υπερβάλλοντα ζήλο καταπολέμηση με σκοπό την πρόληψη ενός φαινομένου κοινωνικού που ως συνήθως, μολονότι συμβαίνει, επισυμβαίνει μόνο όταν κατονομαστεί—εδώ, η ύπαρξη δεν προηγείται της ονομασίας. Το εν λόγω φαινόμενο το έχουν βαφτίσει «εξοικείωση με την εκτροπή» (ας μη χαθούμε στη μετάφραση, γιατί δεν θα ξαναβρεθούμε), και το οφείλουμε, μαζί με τους λίγους συγκριτικά θανάτους που προκάλεσε σε επανδρωμένα αμερικάνικα διαστημόπλοια, σε μαία, που είναι, ως συνήθως, Αμερικανίδα, και κοινωνιολόγος.
Επιστρέφω στον παπαγάλο που δε μιλούσε. Του λέω: «Δεν θα αγγίξω ένα πούπουλό σου, ενώ σκάω να σε αγγίξω ψωριάρη, γιατί υπάρχει και η λοιμώδης ψιττακίαση που μεταδίδεται από τα χλαμύδια που φωλιάζουν στα χρυσοπράσινα λούσα σου και δεν είμαστε τώρα για εικόνα πνευμονίας, εξάνθημα, σπληνομεγαλία και όλα τα κακά. Τι θα πει ο Κόβιδος Δεκατοσένατος αν τον απατήσω με βακτήριο, αυτόν έναν βαρβάτο κυρίαρχο Κορονοϊό;» Δεν απαντά. Τον καλοπιάνω: «Αγαπόρνιθά μου, ροδινόλαιμε μοναγαμικέ μου, μήπως είσαι λογοδοσμένος;» Δεν απαντά. Χουχουλίζει ξεδιάντροπα τα πούπουλά του, γίνεται μια μικρή, αβάσταχτα τρυφερή μα πάντα σιωπηλή χρυσοπράσινη μπάλα από αγκορά. Εφαρμόζει τη γλώσσα του σώματος ο κερατάς στην επικοινωνία. Λες και το ξέρει πως αυτή πάντα με έφερνε σε αμηχανία. «Πες τα» του λέω «δεινοσαυράκι, πετυχημένο χερσαίο σπονδυλωτό, νανόμπουφε, χαζο-χουχουριστή κιτρινοσουσουράδα». Κάνει μια κίνηση σα να θέλει να φύγει. Δεν αντέχει τη λογοτεχνία. Τουλάχιστον την πεζογραφία. Επιτίθεμαι με ποίηση:
«Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιία … / Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει [σφορτσάντο]; / Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία».
Δεν ξέρω αν τον ερέθισε η επίκαιρη μνεία φαρμακοποιών και φερέτρων. Απογειώθηκε σαν κουρντισμένος μέσα σε μια τρομακτική αναμπουμπούλα φτερών που άνοιγαν ξεδιπλώνοντας (βλ. Πέτσας ό.π.) σύννεφα αόρατων χλαμυδίων, ένα απρόσμενο τουλάχιστον πενηντάποντο χρυσοπράσινο κατάλοιπο δεινόσαυρου, ενώ ταυτόχρονα τσίριζε αυτό που μόνο σαν εξωτική ορνιθόλαλη διαλεκτολογική παραλλαγή παπαγάλου Ιάβας σε «μένουμε σπίτι» θα μπορούσε να μεταφραστεί.
Με το εύλογο και σχεδόν καθησυχαστικό συμπέρασμα πως μέρος των 11 εκατομμυρίων πήγε ευφάνταστα και σε άφθονο ειδικά εμπλουτισμένο μείγμα με άγριους σπόρους και ζωική πρωτεΐνη ζουμερής παπαγαλίνης για εθελοντές παπαγάλους που προσλήφθηκαν στο πλαίσιο του εξαγγελλομένου προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι», μα και της εντατικής και κυριολεκτικώς φτερωτής διασποράς του μηνύματος για τα οφέλη του εγκλεισμού, της μονογαμίας, του αυτοερωτισμού, της χλωρίνης, του ναρκισσισμού, της παύσης όλων των εργασιών, της χλωροκίνης, της αντισωματικής απάντησης, των ηπίων ασκήσεων αυτεπίγνωσης κτλ. κτλ. στην «κοινότητα» (Τσιόδρας-Χαδραλιάς-Πέτσας ό.π.), απομακρύνθηκα από το παράθυρο, αποστείρωσα με μπόλικο πανάκριβο και σπάνιο καθαρό οινόπνευμα το πληκτρολόγιο, και άρχισα να πληκτρολογώ: Μ-π-α-λ-ά-ν-τ-α κτλ. κτλ.