Το προφίλ μου στο φαίησμπουκ χρειάζεται να ανέβει στη ρεμίζα για ρεκτιφιέ. Περιέχει πολλή πρωινή φιλοσοφία, σχολιασμό της επικαιρότητας, υπό ιδιότυπη λοξή γωνία , περσοναλισμούς παρέα με άφθονο διαφημιστικό υλικό και άφθονη, βροντώδη, καρατσεκαρισμένα άγλωσση, σιωπή. Με καμιά δεκαριά μπλοκαρισμένους, σχετικά μικρό ποσοστό σε διάρκεια οκτώ ετών. Συνήθως κομμένους όποτε ήταν αγενείς στους σχολιαστές μου. Διέγραψα από «φίλους» περίπου το ίδιο ποσοστό που με διέγραψε.
Σχετικά μεγάλο ποσοστό αναγνωστών είναι γραφιάδες, συγγραφείς, ποιητές, κειμενογράφοι, γραμματικοί τεχνίτες, αλλά και άλλων υποτροφιών υπότροφοι. Και σε πολιτικό φάσμα, από τελειωμένοι υπεριώδεις έως πεπεισμένοι υπέρυθροι. Κι από προσωπικούς φίλους, μήτε ο Μπίλης, μήτε ο Σουλιώτης, μήτε ο Ναουμίδης ασχολήθηκαν με το άθλημα.
Συγγενείς και κατά καιρούς συντοπίτες αρκετοί,πλην σπανίως έχουμε επαφή- συχνότερα τους απάντησα σε γάμους, κηδείες και σε τοπικά ζητήματα παρά σε παραγωγικούς διαλόγους.
Εκτιμώ πολύ αυτούς που ασχολούνται με ολιγομελές κοινό-τουλάχιστον ξέρουν πού απευθύνεται η παρουσία τους. Αλλά τόσο στην περίοδο των μπλογκς, όσο και τώρα, υπάρχω σε αυτές τις μηχανές επειδή βρήκα τρόπο να συντηρώ ένα δημόσιο συρτάρι.
Βέβαια, έχω στήσει έναν παραλοϊσμένον μηχανισμό. Τελικά είναι όλο αυτό μια διεστραμμένη εγωπάθεια, συχνά ανορθόγραφη, συχνότατα αμυντική, ένα αντιαρματικό εμπόδιο, ένα φλακ που στέλνει βλήματα στο βρόντο, υπηρετεί μια αβανία, ένα γκαζίκι.
«Δημόσιο συρτάρι» είναι μια τσικλιμαγκιά, ένα προσωπείο. Στην ουσία, ό,τι έχω γράψει ή πρόκειται, είναι μια τετρακωμία, όπως αυτή των Γαλατών περί την Άγκυρα, που την ορίζουν του ορίζοντος τα τέσσερα σημεία, κυβερνημένη από τους τέσσερις ιππότες της Αποκαλύψεως (παίζουν και τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών), από τους «τέσσερις στρατηγούς» του Χατζιδάκι που παν στο Ιράν.
Βόρεια, απλώνονται πάγοι: το λεγόμενο χαρτώο αρχείο, που το σέρνω μια ζωή και είναι μπερδεμένο σαν καρδιά γυναικών, κι όλο το ματίζω, κι όλο ξαναμπερδεύεται.
Εκδυτικώς , στον Ζέφυρο, είναι ό,τι βρίσκεται σε σκληρούς δίσκους μετά το 1992, υπάρχον, χαμένο, σβησμένο, με φριχτά κενά και ερωτήματα, που ταΐζει την ψηφιακή μου παρουσία.
Ανατολικά, στες πύλες της Κασπίας και στην Κόκκινη Μηλιά, ένα κασελάκι σένιο με τα παιδικά , τα εφηβικά και τα νοσταλγί, όσα δεν μου τα μπούφλιαραν οι καιροί και οι αναστατώσεις της σαρκός και των ορμονών.
Τέλος, νότια και στους τροπικούς, αυτά που θυμάμαι και ενίοτε αναδύονται από τον εγκέφαλο, όλο και πιο σπάνια ,όλο και πιο ριγηλά.
Μόνον ο Μαχμούντ, ο Γούφας κι ο Μαμάης τα διαβάζουν κατά τον τρόπο που επιθυμώ. Όπως λέει κι ο Rob Τhomas στη Marisol του, στο Σμούθι του γερο Σαντάνα, make it real or else forget about it.