«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
04-01-2020

Στο διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ, «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη», ένας από τους ήρωες, ένας χειρουργός, αφηγείται στους παρευρισκόμενους σε αυτή την κουζίνα όπου όλοι πίνουν ακατάπαυστα τζιν, ένα περιστατικό όπου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι είχε χρειαστεί, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα, να μπει ολοκληρωτικά στον γύψο. Περιγράφει ο χειρούργος πώς, μετά από την ολονύκτια προσπάθεια των γιατρών, το ζευγάρι ξέφυγε τον κίνδυνο και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο όπου και οι δύο, άντρας γυναίκα, παρέμεναν ξαπλωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα στο γύψο. Λέει λοιπόν ο γιατρός ότι ο σύζυγος, που θα γινόταν καλά, ένιωθε θλιμμένος γιατί δεν μπορούσε, μέσα από τις τρύπες στον γύψο του, να κοιτάζει τη γυναίκα του, που επίσης θα γινόταν καλά. Του προκαλούσε κατάθλιψη το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που ήταν και οι δύο ξαπλωμένοι και μπανταρισμένοι στον γύψο, δεν μπορούσε να την κοιτάζει.

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τού Έντουαρντ Άλμπι που παίζεται στο θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Για κάποιο περίεργο λόγο, μετά το πέρας της παράστασης, θυμήθηκα αυτό το σημείο με τον γύψο από το διήγημα του Κάρβερ. Το έργο του Άλμπι, ψηφίδα στη μακρά παράδοση Αμερικάνων δημιουργών που πραγματεύονται δυσλειτουργικές οικογένειες, αναφέρεται σε έναν δυσλειτουργικό γάμο. Παρότι έχω παρακολουθήσει τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αρκετές φορές, ήταν η πρώτη φορά που ο συνειρμός που κυριάρχησε στη σκέψη μου στο τέλος του έργου είχε να κάνει με την εκλεκτική συγγένεια που φαίνεται να έχει το έργο με το γνωστό διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ. Ίσως επειδή και τα δύο είναι νοτισμένα στο αλκοόλ. Ίσως επειδή και τα δύο, στη βάση τους πραγματεύονται τις εκφάνσεις που παίρνει η αγάπη μέσα στα δεσμά του γάμου. Εκφάνσεις, που εκ πρώτης όψεως δεν συνάδουν με την έννοια της αγάπης. Ο Τζορτζ και η Μάρθα, οι βασικοί ήρωες του θεατρικού, βρίσκονται λοιπόν σε μια παρόμοια θέση. Ποια είναι αυτή; Είναι και οι δύο στον γύψο. Στον γύψο του ψέματος που έχουν από κοινού κατασκευάσει για να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους. Το έργο αποτυπώνει την επίπονη και βάναυση πορεία τους προς την κατάλυση αυτού του ψέματος. Ποιο είναι το ψέμα; Μα το ότι έχουν ένα γιο. Τον γιο που δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκτήσουν στην πραγματικότητα. Και το ψέμα αυτό είναι ο γύψος τους που δεν αφήνει τον ένα να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια· που δεν αφήνει τον ένα να κοιτάξει τον άλλο όπως είναι στην πραγματικότητα. Είναι ο γύψος που τους υπαγορεύει αυτή τη μανιέρα συμπεριφοράς, τόσο μεταξύ τους όσο και στις διάφορες πτυχώσεις της ζωής τους στο πανεπιστήμιο όπου ο Τζορτζ είναι καθηγητής ιστορίας.

Ο γύψος αυτός είναι ο λόγος που ο Τζορτζ και η Μάρθα παίζουν αυτούς τους ρόλους που παρακολουθούμε εμείς επί σκηνής. Οι ρόλοι δηλαδή που υποδύονται οι ηθοποιοί του έργου, εξαντλούνται σε αυτούς τους ρόλους των γονιών. Και το εντυπωσιακό είναι ότι σε καμία στιγμή, παρεκτός λίγο πριν το τέλος, δεν υποδύονται οι ηθοποιοί τις αληθινές προσωπικότητές τους. Ο Άλμπι δηλαδή μας παρουσιάζει ρόλους που βρίσκονται δύο στάδια μακριά από την πραγματικότητα: θέατρο μέσα στο θέατρο. Και έτσι, το έργο, πραγματεύεται, πέρα από το βάρος μιας κυριολεκτικής στειρότητας, οι ήρωες δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν παιδί, το βάρος μιας μεταφορικής στειρότητας: ο Τζορτζ και η Μάρθα δεν κατάφεραν να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους με κανένα άλλο τρόπο εκτός από την τεκνοποίηση. Και όταν αυτή δεν κατέστη δυνατή, την επινόησαν. Η δημιουργικότητά τους εξαντλήθηκε και αναλώθηκε σε έναν γιο αποκύημα της φαντασίας τους. Αν κάποιος επιθυμεί να αναρωτηθεί γιατί οι χαρακτήρες δεν επέλεξαν, τη δόκιμη περίπτωση μιας υιοθεσίας, ο Άλμπι έχει να προσφέρει μια απάντηση εν είδει ειρωνικής επίγευσης που αφήνει ο χώρος που εκτυλίσσεται το έργο: ο χώρος του πανεπιστημίου είναι ο κατεξοχήν χώρος για επινοήσεις· είναι ο κατεξοχήν χώρος για να αποκτήσουν οι ιδέες πρωτοκαθεδρία απέναντι στις πράξεις.

Το τέλος του έργου συμπίπτει με την πραγματικότητα. Η αυλαία είναι η παράδοση της σκυτάλης στα δικά μας, προσωπικά, θέατρα.