Όταν κηδεύεται ένα άνθρωπος πλήρης ημερών, ή, έστω, σε μια ηλικία πάνω από το προσδόκιμο ζωής, γιατί αυτό το «πλήρης ημερών» λίγο διφορούμενο ακούγεται, οι κηδείες δεν έχουν οδύνη. Έχουν, ίσως, για τους πιο τυχερούς εκλιπόντες, μέχρι και κάτι γιορτινό.
Κηδείες ωραίες, με λουλούδια και κόσμο πολύ και τιμητικούς επικήδειους, όπου οι άνθρωποι λένε μεταξύ τους «δεν έχω τίποτα κακό να θυμηθώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο».
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι πάντα κάθε κηδεία μια υπενθύμιση της θνητότητας όλων μας. Που είναι δυσβάσταχτη.
Πέρα από αυτό, για τα παιδιά του εκλιπόντος, αν υπάρχουν, όποια κι αν είναι η ηλικία τους, είναι η αρχή της ορφάνιας τους. Μιας ορφάνιας που μεταφράζεται σε μια (πιο) απόλυτη και αποκλειστική ανάληψη ευθύνης για την ζωή τους και για την ύπαρξή τους, για το αποτύπωμά τους στον κόσμο.
Και, βέβαια, αν κάποιος βιώνει οδύνη, είναι ο/η σύντροφος, αν υπάρχει. Αυτός, και πιο συχνά αυτή. Αυτή που για δεκαετίες ολόκληρες συνέδεσε τη ζωή της με έναν άλλο άνθρωπο, μοιράστηκε το κρεβάτι και το κορμί της, στην κλινοπάλη και στην αρρώστια. Αυτή που του μαγείρεψε, τον φρόντισε, τον χάιδεψε, τον μάλωσε, τον μίσησε, τον σιχάθηκε και τον ξαναγάπησε, ξανά και ξανά. Αυτή που τώρα, σε μια ηλικία που τίποτα πια δεν θέλει και δεν μπορεί να μάθει, θα μάθει να ζει μόνη.
Τυχεροί όσοι αξιώνονται τέτοιες κηδείες, γιορτινές και πένθιμες.