«Για τους φίλους μου το όνομά μου είναι Σάμης, για όσους με γνωρίζουν από τα παιδικά μου χρόνια, Σαμίκος. Η μητέρα μου Καρολίνα Γαβριηλίδου ήταν επιζήσασα του Άουσβιτς, του Νταχάου, του Μπέργκεν Μπέλσεν, με αριθμό στο χέρι 40382. Εγώ χαρακτηρίζομαι όμηρος δεύτερης γενιάς, δεν ξέρω γιατί».
Δεν θα προσποιηθώ καμίαν αντικειμενικότητα, δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός μου. Ο Σάμης Γαβριηλίδης ήταν φίλος μου. Κι όταν λέω φίλος, δεν εννοώ του τύπου “και μη χαθούμε,” αλλά του τύπου “βρήκα μια ψαρούκλα στον Κώστα στη Βαρβάκειο, ένα λαυράκι πελαγίσιο πεντόκιλο, το φέρνω το βράδυ στο σπίτι σου για τα περαιτέρω”.
Τον Σάμη τον εγνώρισα από τη σύζυγό του Βάσω Κυριαζάκου, κι αυτή ήταν η καλύτερη σύσταση. Ο ίδιος μου απέδειξε πόσο ωραίος άνθρωπος ήταν, και ως φίλος και ως συνάδελφος στις εκδόσεις. Είχε τον δικό του τρόπο να βλέπει τη ζωή και να λύνει τα θέματά της, κι έμαθα πολλά από την παρέα μας. Παρακολούθησα από κοντά πολλές από τις συναλλαγές του, προσωπικές και επαγγελματικές, και ήξερα ότι ήταν σωστός και δίκαιος: κανέναν δεν αδίκησε, κανέναν δεν εξαπάτησε, πάντα με χαμόγελο και αυτοκριτική. Φίλος μου.
Ο κάθε εκδότης διαμορφώνει το χαρακτήρα του εκδοτικού του οίκου, είτε αυτός είναι μικρός είτε στα όρια της βιομηχανίας. Οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης, εκτός από το όνομα, είχαν την ποικιλία και την ποιότητα που είχε ο άνθρωπος, στο μέτρο του εφικτού. Και ο Σάμης, εκδότης από το 1977, ήξερε καλά να μετράει αυτό το εφικτό ― ενίοτε και να το δοκιμάζει. Έκανε μια θαρραλέα κίνηση μεταφέροντας το μικρό μαγαζί του από την οδό Μαυρομιχάλη σε ένα ολάκερο κτίριο στην οδό Αγίας Ειρήνης, μετατρέποντάς το σε υπερπαραγωγή με γραφείο, τυπογραφείο, αίθουσα εκδηλώσεων, κήπο και μπαρ. Για πολύ καιρό τον θαύμαζα για αυτήν την κίνηση, που έδειχνε τόσο προφανής και επιτυχημένη, και μάλιστα του έκανα κουβέντα ότι θα ήθελα να τον μιμηθώ. Ο Σάμης με άκουσε σκεπτικός, χαμογέλασε, ούτε με ενθάρρυνε, ούτε με αποθάρρυνε. Φίλος μου.
Αυτή η κίνηση, σε βάθος χρόνου, απέτυχε οικονομικά, και ο Σάμης το έκρυψε για δικούς του λόγους. Ο καρκίνος δεν του επέτρεψε να δώσει τη μάχη της οικονομικής επιβίωσης, είχε την βιολογική επιβίωση να φροντίσει. Έχασε αυτή τη μάχη δίχως παράπονο και λιποψυχία. Έφυγε ήρεμος, εν τάξει με τον εαυτό του, έχοντας καταφέρει αυτά που ήθελε στη ζωή του. Ο θάνατός του δεν ήταν ξαφνικός, είχε το χρόνο να πάρει τις αποφάσεις του και να κάνει τα κουμάντα του όπως αυτός έκρινε. Έχω εμπιστοσύνη ότι έκανε το καλύτερο δυνατόν για τη Βάσω, τον Φοίβο και τη δουλειά, στο μέτρο του εφικτού. Φίλος μου.
Πεθαίνοντας, ο καθένας μας αφήνει το ίχνος του σε αυτούς που τον γνώρισαν. Οι υπόλοιποι, τον γνωρίζουν μονάχα από το έργο του. Είναι εξοργιστικό να διαβάζω στρεβλούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον Σάμη από ανθρώπους που ούτε τον άνθρωπο γνώρισαν, ούτε τη δουλειά του κατάλαβαν. Δεν μίλησαν όσο ο Σάμης ήταν ζωντανός, ούτε αγόρασαν τα βιβλία του, για τα οποία υποτίθεται ότι κόπτονται τώρα. Για όσο είμαι εδώ, αυτοί θα με βρίσκουν απέναντί τους. Μετά, ας αναλάβει άλλος φίλος.