Περί ύψους
14-11-2019

Ανέκαθεν (ακούγεται γελοίο δεδομένης της ελάχιστης διάρκειας της ανθρώπινης ζωής) έτρεφα έρωτα προς τους εγκρεμνούς (βηρούς τους ήλεγαν στον μεσαίωνα) τα κενά αέρος, και τις κουτρουβάλες από κλιτύες λόφων ή κρεμαστών αξιοθέατων. Ακόμη και τα πρωτόλεια παιδικά όνειρα, όπου στο πρωτοΰπνι έχεις την αίσθηση πως πέφτεις, πέφτεις πέφτεις και ξυπνάς απότομα, τα είχα για καλοσημαδιά. Παρά τα αμέτρητα γραμμένα χαρτιά της ζωής μου, κανένα από αυτά δεν περιέχει θέματα ψυχολογίας, ψυχανάλυσης και λοιπά. Άρα, αφηνόμουν στην αίσθηση, μαγνητιζόμενος από μετέωρους τόπους.

Η μουριά

Ο θείος Γιάννης στην Αγροσυκιά το 1950 είχε μια μουριά στην αυλή του και ο εξάδελφος Νούλης με ανέβασε για να φάω μούρα. Έφαγα ώσπου έσκασα αλλά μετά γλύστρησα και έπεσα στη ρίζα του δέντρου με το κεφάλι. Μάτωσα και μου το έδεσαν με βαμβάκι και πανί. Έμεινε σημαδι επί πολλά χρόνια. Κοιτάχτηκα προ ετών στον καθρέφτη, μετά από πολλά χρόνια χαμηλής αυτοεκτίμησης και το σημάδι είχε εξαφανιστεί ή δεν φορούσα γυαλιά.

Η πλατφόρμα

1953 είχα μόλις αναρρώσει από ανεμοβλογιά και βγήκα για να θαυμάσω ένα ανέλπιστο δώρο. Μιά κόκκινη πλατφόρμα δεμένη σε ένα μπλε τρακτέρι ήταν ανοιχτή και άδεια πίσω από το εκκοκιστήριο του Εφαρμοστίδη, μπροστά στην αποθήκη του Αρβανίτη. Πλησιάζω και τα γειτονόπουλα, ο Τέλης, ο Λευτέρης, ο Βαγγέλης, η Πατρούλα ανεβοκατέβαιναν συνεχώς ευτυχισμένα. Ήμουν αψυχία και ο Λευτέρης έβαλε την πλάτη του κυφή, και έκανα τσοτσό σκαφαλώνοντας με κόπο επάνω της. Μετά περπάτησα στην χοντρή λαμαρίνα και κοίταξα το χώμα από το ύψος των 120 εκατοστών που ήταν σκέτο bird’s eye view. Αλλά ξαναζαλίστηκα και έπεσα χαμαί με το κεφάλι. Άκουσα τσιρομαχητά «ο Πάνος έπεσε» «ο Πάνος πέθανε» ώσπου ο ιερός χορός των γειτονισσών, η κυρία Κανέλλα, η κυρία Ζωή, η κυρία Ευλαμπία, η κυρία μητέρα Βαγγελίτσα έσπευσαν ολοφυρόμενες και με πήγαν στο σπίτι απέναντι. Μου έρριξαν νερό σε κομπρέσα και άνοικσα τα μάτια. Έκτοτε, η πτώση από την πλατφόρμα γλύκαινε τον ύπνο μου διότι κατάλαβα πως ο κόσμος ήταν τρισδιάστατος, άρα θεϊκός.

Στην πλατεία Μάγγου

Αγίου Γεωργίου 1959 στα Γιαννιτσά, γιόρταζε ο νέος μας συμμαθητής ο Γιώργος και με το κουμπαράκι μου τον Φάνη πήγαμε σπίτι του, στην πλατεία Μάγγου. Αλλά είχε μόνο μεγάλους και λάθρα ανεβήκαμε στην ταράτσα που ήταν άφραγη και αφύλαχτη. Ωραία θέα σε τρεις δρόμους, προς την Αξό, το Χαζνέ και την ανηφορίτσα προς το παζάρι. Το γείσο της ταράτσας ήταν ημιτελές, με δυο σειρές τούβλα χωρις χάρτσι, που κουνιότανε. Τόσο το καλύτερο. Με τον Φάνη ισορροπήσαμε στα ετοιμόρροπα και κάναμε βήματα μεταξύ ταράτσας και κενού, ώσπου μας πήρε χαμπάρι ένας διερχόμενος από την πλατεία και μας έμπηξε φωνές. Εξαφανιστήκαμε και ξαναπήγαμε στην επίσκεψη, αλλά τα χέρα μου ήταν σαν κομμένα και πρώτη φορά ένοιωσα κρύο ιδρώτα. Έκτοτε, όσες φορές πέρασα από την πλατεία, έρριχνα και μια λοξή ματιά στα αόρατα, μετέωρα βήματα.

Η ναΐφ αγιογραφία

Από το 1968 έως το 1970, στον Λιμένα Θάσου, ανέβαινα έως το θέατρο και ανέβαινα στο κάστρο των Γκριμάλντι. Στον ανήφορο είχε ένα ξωκκλήσι και μέσα μια ναΐφ λαϊκή εικόνα με θέμα τον Προφήτη Ηλία. Και δίπλα, προς το γκρέμι, έναν μεγάλο βράχο να κρέμεται επίφοβος, με μια πατούρα ίσα ίσα για τα πόδια. Πάντα, μαγεμένος κρεμιόμουνα εκεί,  όσο άντεχα και χάζευα τη θάλασσα και τα πεύκα και το γκρεμό, ώσπου να εκβιάσω την παραγωγή ενός ποιήματος. Αγαπούσα διότι. Παράφορα και άσκοπα. Θυμάμαι στίχους: Τι  μπορεί η κίτρινη κοπέλα να μου πεί / Έτσι που καμαρώνει με το καρβέλι στο χέρι / Χωρίς Γιανόπουλο στο τραγικό κεφάλι της

Πελίτι και «Όχι»

Αρκετοί είναι οι κατάντη λοφοι της Αγροσυκιάς, που λεγόταν το παλαιόν «Γρουπέφτσι» ήτοι ταφές. Ανατολικά η «Πρωτομαγιά» κατάφυτη, με έναν τεράστιο βράχο στον αφαλό του, μετά εκεί που τον έφραξαν για καταφύγιο ζώων, δίπλα ο λόφος του «Όχι» από μία επιγραφή με λευκές πέτρες ασβεστωμένες και τέρμα δύση το Πελίτι ήτοι η Δρύς και το καστράκι επί Γότθων. Πρώτη φορά το 1970 και συχνότερα αργότερα, περπατούσα και χαρτογραφούσα, δυο φορές εποπτεύοντας με ελικόπτερο, ασυνάρτητες ιστορίες, αλλά ανάμεσα στους δύο τελευταίους, όταν με εξόντωνε η κούραση, οργάνωνα μια εγκάρδια κουτρουβάλα έως κάτω στο ποτάμι. Δεν με ένοιαζε ο πόνος και τα γδαρσίματα, αλλά όταν σηκωνόμουνα λασπωμένος και ρυπαρός αισθανόμουνα επιζών από φλογοβόλα στην Ιερά Οδό του Βερντέν και του Μετς και καλλιεργούσα την αίσθηση του αυτόπτη.

Γκρέμια Αλιάκμονος

Το 1972 διοδεύοντας τον Αλιάκμονα, κουτρουβάλησα δυο φορές: μέσα στα στενά της Χάδοβας, όπου παγιδεύτηκα σε μονοπάτι χαλασμένο στα εγκρεμνά και ο Σταμάτης για να με σώσει μου λέει «έχει παρακάτω θάμνους, θα σε κρατήσουν» και τον άκουσα τον πσεύτη, πάντως δε πέσαμε σε ναρκοπέδιο και στη σκήτη της Ζάβορδας, όπου έφυγα από το μοναστήρι αξημέρωτα και δοκίμασα να ανέβω από το ποτάμι και με βρήκαν αργότερα και μου έρριξαν σκοινί.

Φιδορέμματα

Στη Βόλβη,1983, στο νερόμυλο, έψαχνα την πηγή, την ανάβρα της δέσης του βουνού και κόλλησα κατάμονος στα πουρνάρια και τα φίδια περνούσαν από γύρω μου σα να ήμουν ο Μόγλης οπότε τα παράτησα και αφέθηκα να πέσω στη χαράδρα, δεν έπαθα και τίποτε, πλην στο τέρμα της είδα πηγούλα με νερό και δεν μπορούσα να πίω κορακιασμένος επειδή ενέδρευε μια σαϊτα μέσα στο νερό, μαζί με αβδέλλες, ακίνητη, πιτσιλωτή ωσάν αμμόψαρο και γύρισα διψασμένος

Τούμπες και πιλαφτεπέδες

Και από το 1968 εως που μπούφλιαρα, πάνε τώρα είκοσι και βάλε χρόνια, ανέβηκα σε τούμπες και τράπεζες πολλές, Αβρέτ Χισάρ Γαλλικό, Πικρολίμνη, Τέρπυλλο, Σουρωτή, κάτω Περιστερά, Παλιόκαστρο, Δήμητρα, Αγγίτης, Καισαρόπολη, Ηρακλείτσα, και άλλα πολλά και φτάνοντας στις κορφούλες έπεφτα με το κεφάλι έως την ισιάδα και ήμουν σίγουρος πως γινόμουνα μέρος και μέλος της ιστορικής μνήμης και καταλάβαινα καλύτερα την σιωπή αυτών των τόπων.

Βέβαια, το χειρότερο, το προφητικό, το απαισιότατο πέσιμο, το φυλάω για αργότερα, όταν όλα θα γίνουν αυτονόητα