Περί γυναικοκτονίας
23-05-2020

Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν κουράζεται να κουβαλά χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σκέψεων, πράξεων, εθίμων, αναμνήσεις άλλων περιοχών από αυτή στην οποία ζει και όσες προκαταλήψεις έχει συναντήσει στο μακρόχρονο διάβα της. Δεν είναι δική της δουλειά να διορθώνει τα σφάλματα και τις αδικίες που κουβαλάει, είναι αμαρτίες των ανθρώπων που την χειρίζονται και αυτοί πρέπει να επιληφθούν της προσαρμογής της. Αυτή η υποχρέωση ενίοτε εκπληρώνεται, ενίοτε όχι.

Στην περίπτωση του όρου ”γυναικοκτονία”, έχουμε προσφάτως μια τέτοια επανόρθωση, και μάλιστα πάνω σε ένα σφάλμα αιώνων. Βγαίνοντας επιτέλους από τις πατριαρχικές της αγκυλώσεις, οι γλωσσικές κοινότητες αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί μια λέξη που θα περιγράφει αυτό ακριβώς που συμβαίνει. Τις δολοφονίες γυναικών μέσα σε ένα βαρύ πατριαρχικό σύστημα που δεν λέει να αλλάξει. Δολοφονίες από χέρια αντρών που θεωρούσαν ότι τα θύματα αποτελούν ιδιοκτησία τους ή που θα έπρεπε να γίνουν με το έτσι θέλω, δολοφονίες που προέκυψαν μετά από δεκαετίες βασανισμών και κακοποιήσεων, δολοφονίες γυναικών που διεκδίκησαν μια καλύτερη ζωή ως γυναίκες, μητέρες, κόρες, αδερφές, εργάτριες, ως σεξουαλικά υποκείμενα, δολοφονίες εκδιδόμενων γυναικών από πελάτες και νταβάδες που δεν χόρτασαν μόνο με την σεξουαλική εκμετάλλευση, δολοφονίες ακόμα κι από χέρια γυναικών που οπλίστηκαν από την λογική ότι οι γυναίκες είναι υπόλογες για την απιστία των συντρόφων τους και για όλα τα δεινά που κουβαλά η δική τους ζωή. Και σίγουρα δεν είναι κάθε δολοφονία με θύμα γυναίκα, γυναικοκτονία. Αλλά είναι τόσες πολλές οι περιπτώσεις, που ο όρος ήταν για καιρό παραπάνω από απαραίτητος. Και αντίστροφα, η ανάγκη δημιουργίας του, αναδεικνύει την έκταση του προβλήματος.

‘Οπως ήταν αναμενόμενο, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις και μια τεράστια συζήτηση έχει ανοίξει. Είναι δόκιμος ο όρος; Ευσταθεί νομικά και επιστημονικά; Μπορούμε στα καλά καθούμενα να επινοούμε όρους και να τους φυτεύουμε στην γλώσσα; Είναι υπαρκτή η ανάγκη δημιουργίας της λέξης ή προέρχεται από τις απαιτήσεις ενός ”υστερικού (άλλη μια αμαρτωλή λέξη) φεμινισμού”; Κι αν ιδωθεί ως ανάγκη του τελευταίου, εξυπηρετεί τους σκοπούς του ή, τουναντίον, επιτείνει την διάσταση μεταξύ του θηλυκού και του ανθρώπινου; Το βασικό επιχείρημα όσων θέλουν να απαντήσουν αρνητικά σε αυτά τα ερωτήματα, είναι ότι ο όρος αυτός δεν υπήρξε, ότι εφευρέθηκε, ότι είναι πολύ πρόσφατος για να μπορεί να καλύψει οποιανδήποτε ανάγκη μας, επιστημονική, θεωρητική, κοινωνική. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μπαίνει σοβαρά στην συζήτηση και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως αποτέλεσμα ιδεοληψίας και πολιτικής σκοπιμότητας.

Η απάντηση σε όλα αυτά μπορεί να είναι μόνο εξατομικευμένη. Ναι, αν θες να μείνεις στα πλαίσια της λογικής της κυριαρχίας, τα σχήματα και τις έννοιες της θα χρησιμοποιείς. Αν θες να διαιωνίζεις μια αδικία, επειδή δεν πρέπει να διασαλευτεί η οποιαδήποτε τάξη, τότε θα καταδικάζεις κάθε καινούργιο όρο. Αν θες να μείνεις προσκολλημένος στο γεωκεντρικό σύστημα, στέκεσαι απέναντι στον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Γαλιλαίο. Αν έχεις ανάγκη την ιστορικότητα των λέξεων για να συνεννοηθείς, τότε μπορεί να φτάσεις σε σημεία γραφικότητας τέτοια ώστε να μην απαντάς καν στο παιδί σου, όταν σου απευθύνεται με νεολογισμούς. Αν θες να βλέπεις σκοπιμότητα και όχι αναγκαιότητα πίσω από ορισμούς και θεωρίες, τότε τεχνηέντως παραβλέπεις την δική σου. Αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ότι η ίδια η πατριαρχία είναι αυτή που μας εμποδίζει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να φτιάξουμε μια λέξη που να περιγράφει ακριβώς αυτό, την έμφυλη διάσταση πολλών εγκλημάτων, τότε δεν αναγνωρίζεις καθόλου αυτή τη διάσταση. Και μπορείς να κρύβεσαι πίσω από την ιστορικότητα των όρων ή την επιστημονική τους αδυναμία. Η γλώσσα θα είναι εκεί για να αποκαλύπτει την θέση σου και τις προθέσεις σου, σε κάθε περίσταση. Κι αν ο όρος ήρθε για να μείνει, αυτό θα εξαρτηθεί από το ίδιο το γυναικείο κίνημα και όχι από την ανάγκη για μια ψευδεπίγραφη επιστημονικότητα, αναγόμενη σε Θεό.