Τίποτα δεν σε ξαφνιάζει.
Κάτω από τη γη είμαστε όλοι οι ισότιμοι συνεπιβάτες με σκοπό να βγούμε όσο πιο γρήγορα από εκεί μέσα αλώβητοι.
Ο τύπος ήταν μετρίου αναστήματος με ένα άθλιο λερωμένο τζιν, με μπαλώματα και βαψίματα δήθεν και γενικώς με ένα τζιν που βρήκε σε κάποια παρατημένη σακούλα δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών την γειτονιάς του. Δεν υπήρχε η δική του απόφαση πουθενά πάνω σε αυτό το τζιν ούτε στις τσέπες του. Ένα χακί μπουφάν και μακριά μαλλιά που νευρικά τα στήριζε πίσω από τα αυτιά του κάθε τρις και λίγο. Αυτά είχαν μαλακώσει πια από τα πολλά τραβήγματα πίσω από τα αυτιά. Το δέρμα του ήταν μαύρο από κάποιο άλλο λόγο και όχι της γονιδιακής του επιταγής. Κάθισε απέναντί μου. Αμέσως σηκώθηκε και ζήτησε από μία κυρία γύρω στα πενήντα να κάτσει εκείνη στην καρέκλα. Τον ευχαρίστησε, αλλά δεν έκατσε. Εκείνος δίστασε. Σχεδόν προσβλήθηκε με την επίμονη κυρία να σταθεί στα πόδια της κρατώντας τον στύλο. Έψαξε να βρει άλλον άνθρωπο, πρόχειρο να του προσφέρει τη θέση. Πρώτη φορά του άνηκε κάτι τόσο πολύ, τόσο δικαιωματικά όσο αυτή η θέση και ήθελε να την προσφέρει και τι(!) ατυχία κανείς να μην ενδιαφέρεται για αυτήν. Σε έναν άλλο συρμό αν είχε μπει, θα έκαναν κρα για να κάτσουν σε αυτή τη θέση. Ίσως τον είχαν σπρώξει πριν καν τη δει για να του την πάρουν και όμως τώρα όλοι ήταν ακατάδεχτοι, ξεκούραστοι από το σαββατοκύριακο, φρέσκοι στην ορθοστασία και επομένως πιο θαρραλέοι. Αν δεν ήθελε εκείνο το ευχαριστώ του συνεπιβάτη, αν δεν ήθελε για λίγο να αισθανθεί αποδεκτός, μέλος οργανικό της κοινωνίας που μετακινείται κάτω από τη επιφάνεια των ασφαλτόδρομων μόνο με ηλεκτρικό φως και ακυρωτικά μηχανήματα και ανθρώπους και εργάτες και γραφιάδες, καλαμαράδες και μερικές πωλήτριες, κομμωτές, νοσοκόμες και κλεφτρόνια, αγοραστές και φοιτητές, κοντοί και μέτριοι και κλειστοφοβικοί που ξεπέρασαν το άγχος τους· αν δεν τον ενδιέφερε η ελάχιστη αυτή υποτυπώδης επικοινωνία, τώρα προ πολλού θα είχε προχωρήσει στα αρθρωτά μέρη του συρμού, θα είχε κάτσει οκλαδόν και τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί. Αλλά εκείνος ο επιβάτης που ζει στο περιθώριο του κόσμου εκεί που ανθεί το ενοίκιο και η λατρεία του φωτός, εκεί δεν παίζει κανένα ρόλο και κανένα ευχαριστώ δεν θα ακούσει. Δεν έχει ισχύ και λόξα που να αντιπαρέρχονται τη δυναμική ενός οδηγού, ενός φορολογούμενου, ενός με άδειο στομάχι που έχει συνηθίσει να το γεμίζει ανά δύο ώρες όπως ορίζει και η πιο συμβατική πια δίαιτα του τελευταίου κατατρεγμένου τρωγλοδύτη της ΕΕ. Εκεί μέσα στο μετρό, τα πράγματα ήταν αλλιώς, αλλά τελικά ούτε εκεί δεν έπιασε το παραγάδι του.
Η έννοια της αποδοχής λαξεύεται στους τοίχους των σπιτιών. Μητέρες σκάβουν παραμύθια, χειρούργοι αφαιρούν λίπη, όγκους, κοκαλάκια που πετούν, κομμώτριες βάφουν, οδοντίατροι κάνουν εξαγωγές, μασέρ τρίβουν, ήλιοι και φεγγάρια ψήνουν με τις ακτίνες τους, ψυχολόγοι σε πιάνουν από το χέρι, ξυλοκόποι γλείφουν κορμούς και τα κάνουν κρεβάτια για όργια, παρουσιαστές τρώνε αρκετό βούτυρο για να λειάνουν τις γλώσσες τους, γιαγιάδες αγοράζουν μικρές σοκολάτες υγείας, πέη κόβονται, σταυροί και πετραχήλια στο στήθη, φωτισμένες γωνίες αδιεξόδων, πρόβατα σφάζονται και τσιγαρίζονται στο αραβοσιτέλαιο, και αλατιέρες αγοράζονται και σκεπάσματα πλένονται και πρόσωπα απορυτιδώνονται και φτου από την αρχή. Πάλι Δευτέρα, πάλι μηδέν χρονών, πάλι όνειρα, πάλι κλάματα, πάλι τραπεζώματα και σεμέν και μπριγιάν και νότες και λέξεις και λίστες. Και όλα αυτά για είμαστε μαζί, ο ένας με τον άλλον και συγχρόνως απόμερα. Για την αποδοχή.
Ο τύπος ήταν νευρικός. O τύπος μετά από όλα αυτά έγινε αγνώριστος. Έκατσε στην καρέκλα και τριγύριζε κατά μήκος του συρμού. Για κακή του τύχη ήταν το τεράστιο ακορντεόν που πάει προς το αεροδρόμιο. Ξεχάστηκα με τούτον τον τύπο, αλλά δεν ξέχασα αυτό που μου είπε.
Και βέβαια, ό,τι και να κάνεις για την αποδοχή του κόσμου θα γυρίσει μπούμερανγκ σε εσένα ως γλοιώδης συμπεριφορά με τεχνητά μέσα και ανήθικους τρόπους εκμεταλλευόμενα από εσένα για λόγους χειραγώγησης και ανειλικρίνειας. Έτσι, θα πουν. Θα σε κατηγορήσουν που προσπάθησες, θα σου κάνουν μπούλινγκ, θα σε εξεφτελίσουν πιο πολύ τελικά από την αρχή, από το ξεκίνημα, από την πρώτη εντύπωση και την πρώτη συμπεριφορά, τότε που τελικά δεν ήσουν αποδεκτός και ξεχώριζες. Αυτός ο θλιβερός κόσμος που έχει έναν τόσο μεγάλο και πανέμορφο ήλιο και τόσα όμορφα κορίτσια και αγόρια και τόσα άσχημα που θα ήθελαν να ήθελαν να είναι αποδεκτά.