Νύχτα Παρασκευής προς Σάββατο, ονειρεύτηκα ότι βρέθηκα καλεσμένος μαζί με πολλούς άλλους σε σπίτι φίλου, σε τραπέζι. Είχαμε καθίσει στην αυλή να φάμε. Στον πραγματικό κόσμο ο φίλος έχει σπίτι σε ελληνικό νησί αλλά στο όνειρο το τοπίο γύρω ήταν αλπικό. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ομοτράπεζοί μας ήταν απρόσκλητοι χρυσαυγίτες. Ο Μιχαλολιάκος καθόταν αντιδιαμετρικά στο τραπέζι από τον οικοδεσπότη και τη σύζυγό του -ο μόνος χρυσαυγίτης που αναγνώριζα. Και ήταν αρκετοί από δαύτους, όλοι σκορπισμένοι ανάμεσα στους καλεσμένους. Χαρούμενοι, αεράτοι, απαιτητικοί, μιλούσαν μόνο αυτοί. Υπέθεσα ότι δεν μιλούσε κανείς άλλος από φόβο, όπως φοβόμουν κι εγώ, γιατί το όνειρο ήταν έντονο και παρά το διάχυτο φως ήταν βουτηγμένο στο φόβο. Ίσως κάποιοι να συμφωνούσαν με όσα άκουγαν. Το να μη μιλάει κανείς σε συζήτηση δέχεται διάφορες εξηγήσεις, ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος όταν σε μονόλογο αντιτάσσεται η σιωπή.
Ένας από τους χρυσαυγίτες ήταν καθισμένος πλάι μου ενώ ο σύντροφός μου βρισκόταν τρεις θέσεις πιο πέρα, στα δεξιά μου, πλησιέστερα στον οικοδεσπότη. Αυτό ήταν αιτία που ένιωθα ιδιαίτερα αγχωμένος γιατί ένιωθα πιεστικότερη τη σιωπή, τον τρόμο ότι αν μιλούσα στο σύντροφό μου θα με άκουγε κάποιος από τους παρείσακτους, ειδικότερα αυτός δίπλα μου, στ’ αριστερά μου. Κι αυτός, λες και διάβασε τη σκέψη μου, πήρε το λόγο, μίλησε δυνατά για μένα προς όλους, γελώντας. Είπε ότι με πάει πολύ και όταν τελειώσει το τραπέζι θα με πάρουν μαζί τους. Γύρισε προς το μέρος μου με αγκάλιασε, είπε δυνατά να μη φοβάμαι. Το πρόσωπο του πλησίασε το δικό μου κι ένιωσα τη γλώσσα του, το σάλιο του στο μάγουλό μου. Τότε άρχισα να ξυπνώ τρομαγμένος και καθώς ξυπνούσα, με τη συνείδηση ακόμα μουδιασμένη αλλά σε λειτουργία, του είπα να μείνει μακριά μου γιατί δεν αισθανόμουν καλά και ότι πριν λίγες βδομάδες είχα ταξιδέψει στην Ελβετία. Θυμάμαι τότε τη φωνή του οικοδεσπότη, να ψιθυρίζει μέσα στο μυαλό μου – διώξε τους!
Αυτά αναφορικά με το ένα μέτωπο των ημερών. Πρόθεσή μου ήταν να μη πω κάτι, αλλά με πρόλαβε το όνειρο -έντονο, ξεκάθαρο, αληθινό στο φως του, που έσπασε τη σιωπή.
Στο δεύτερο μέτωπο, είχα σήμερα το πρωί ανοικτή την τηλεόραση στο ΣΚΑΙ, στα Ακραία Φαινόμενα. Ρεπορτάζ έξω από μια εκκλησία στην Καλλιθέα (νομίζω). Αυτή τη φορά δεν είχα λόγο να φοβηθώ να μιλήσω, ελαφρύς ο ξύπνιος, βαρύτερα συχνά τα όνειρα.
Έστειλα λοιπόν το εξής μήνυμα:
Σας βρίσκω θαυμάσιους. Στέλνετε σε εκκλησία δημοσιογράφο να κάνει ρεπορτάζ για τον κορωνοϊό, δεν παίρνει θέση με την κάθε ανοησία που ακούει από τους “πιστούς” και εξορκίζει αυτήν την τραγική πλάνη συμβουλεύοντας τους τηλεθεατές να πλένουν τα χέρια τους.
Υπεύθυνη δημοσιογραφία.